Κυριακή, 3 Μαΐου 2015

Θανάσης Βέγγος. Ο λαϊκός ήρωας του ελληνικού σινεμά. Ο σύγχρονος καραγκιόζης ,όπως εύστοχα τον είχαν χαρακτηρίσει. Ο Έλληνας που σκαρφίζεται διάφορα τεχνάσματα για να τα βγάλει πέρα με αξιοπρέπεια.

Σαν σήμερα, στις 3 Μαΐου του 2011, όλη η Ελλάδα έκλαψε τον «καλό της άνθρωπο» και πλήθος κόσμου συνέρρευσε στον Ιερό Ναό της Αγίας Μαρίνας στο Θησείο για το τελευταίο αντίο.

Ο Θανάσης Βέγγος δεν έδινε συνεντεύξεις αλλά όλοι τον γνωρίζαμε. Γιατί στις ταινίες του δεν έπαιζε κάποιον ρόλο, αλλά τον ίδιο του τον εαυτό. «Ειλικρινά δεν πιστεύω ότι έκανα πάρα πολύ σπουδαία πράγματα στην καριέρα μου. Για ένα πράγμα όμως σας διαβεβαιώ: ότι στη γαλέρα της ζωής μου τράβηξα άγριο κουπί», είχε πει ο Θανάσης Βέγγος με τρεμάμενη φωνή από τη συγκίνηση σε βράβευση του.

Ο σπουδαίος Έλληνας ηθοποιός χάριζε το γέλιο στον κινηματογράφο και στο θέατρο, τη στιγμή που οι δανειστές τον πίεζαν και τον περίμεναν στη γωνία, μετά το κλείσιμο της κινηματογραφικής του εταιρίας, το 1967. «Εγώ δεν μπορούσα να λειτουργήσω σαν ηθοποιός, να βγάλω κάποιο αστείο όταν ήμουν βολεμένος, όταν είχα κάποια λεφτά!», είχε εξομολογηθεί ο Θανάσης Βέγγος.

Έδινε παράσταση και τον περίμεναν οι δικαστικοί κλητήρες
«Σε μία παράσταση είχα δεκατρείς θεατές και από πίσω ήταν είκοσι δικαστικοί κλητήρες, που περίμεναν να αρπάξουν την είσπραξη στο τέλος», έλεγε ο αξέχαστος κωμικός στο ντοκιμαντέρ «Ένας άνθρωπος παντός καιρού».

Οι ταινίες του ήταν σουρεαλιστικές γιατί σουρεαλιστική ήταν η ίδια του η ζωή.
Στο γύρισμα μίας ταινίας όπου κρεμόταν στο κενό με ένα σχοινί μπροστά από μία πολυκατοικία, ανοίγει το παράθυρο ο βοηθός του και του ανακοινώνει ότι έχει κάτι επείγον να του πει. «Ανοίγει μία μπαλκονόπορτα και εμφανίζεται ο βοηθός μου, ήταν το πιστό μου σκυλί. Γενικών καθηκόντων. Και μου λέει: "Κύριε Βέγγο να σας πω κάτι; Θεωρώ απαραίτητο να σας το πω: Διαμαρτυρήθηκε το πρώτο γραμμάτιο της μηχανής Kodak», είχε πει γελώντας ο Θανάσης Βέγγος για τις δυσκολίες που αντιμετώπισε όταν αποφάσισε να φτιάξει τη δική του εταιρία παραγωγής, «ΘΒ-ταινίες γέλιου».

Η τελειομανία που τον οδήγησε στην οικονομική καταστροφή
Το 1964, σε αναζήτηση καλλιτεχνικής ελευθερίας, ίδρυσε τη δική του εταιρία παραγωγής ΘΒ-Ταινίες Γέλιου. Την περίοδο 1965-1969, συνεργαζόμενος με τον Πάνο Γλυκοφρύδη και τον Ερρίκο Θαλασσινό αλλά και σκηνοθετώντας ο ίδιος κάποιες φορές, γύρισε τις καλύτερες κατά γενική ομολογία ταινίες του, όπως τις «Φανερός πράκτωρ 000», «Τρελός», και «Ποιος Θανάσης;».

Παρά την εμπορική και καλλιτεχνική τους επιτυχία, οι ταινίες αυτές οδήγησαν την εταιρία του Βέγγου σε κλείσιμο και τον ίδιο σε οικονομική καταστροφή, από την οποία συνήλθε μετά από πολλά χρόνια.

Χωρίς να υπολογίζει το κόστος, γύριζε δέκα και είκοσι φορές μία σκηνή, μέχρι να βγει το αποτέλεσμα που τον ικανοποιούσε. «Οι ταινίες του πήγαιναν πάρα πολύ καλά, αλλά τον ίδιο δεν τον απασχολούσε το οικονομικό. Έκανε το μεράκι του. Μια σκηνή τ�� γύριζε 30 και 40 φορές για να την πετύχει. Όμως δεν είχε καλούς συνεργάτες στον οικονομικό τομέα, με αποτέλεσμα μετά κάποια χρόνια, να κλείσει την εταιρεία του», έχει πει ο γιος του, Βασίλης Βέγγος σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις του.

Πολλές φορές για να καταφέρει να ολοκληρώσει μία ταινία, προπωλούσε τις μετοχές αυτής, οι οποίες συχνά ξεπερνούσαν το 100%. Έφτανε στο σημείο να πουλά ακόμα και το 120% των μετοχών. «Όταν δεν του έβγαιναν τα οικονομικά του, δανειζόταν, δεν έπαιρνε τα λεφτά αλλά πόντους. Πουλούσε δηλαδή την ταινία. Όταν τελείωνε πια η ταινία, είχε πουλήσει το 120% αυτής», είχε πει ο σκηνοθέτης και φίλος του, Ντίνος Κατσουρίδης.

Ήθελε να γυρίζει μόνος του όλες τις δύσκολες σκηνές και δεν δεχόταν με τίποτα να τον αντικαταστήσει κασκαντέρ. Για την κλασική σκηνή που πέρασε μέσα από μία τζαμαρία ο Θανάσης Βέγγος είχε πει: «Πέρασα από 4 χιλιοστά τζάμι! Άμα περνάς με ταχύτητα δεν παθαίνεις τίποτα! Δεν ήταν προσχεδιασμένο! Έτσι μου ήρθε!». Ακόμα και οι τούρτες που κατέληγαν στο πρόσωπό του, ήθελε να είναι αληθινές και μάλιστα από καλό ζαχαροπλαστείο.

Γρήγορα, ο Βέγγος οδηγήθηκε στην πτώχευση. Ο ηθοποιός έχασε ακόμα και το σπίτι του στην Κυψέλη, όπου ζούσε ο ίδιος και η οικογένειά του. Το διαμέρισμα ήταν το μόνο του περιουσιακό στοιχείο, το οποίο είχε αποκτήσει από την υποκριτική. «Εκλεισε την εταιρεία του το 1967 με 7 εκατομμύρια χρέος και έπρεπε να δουλεύει μια δεκαετία για να ξεχρεώνει αυτά που χρωστούσε. Και φυσικά τα ξεχρέωσε όλα. Εμείς σαν παιδιά του τόσο ο Χάρης όσο κι εγώ δεν καταλάβαμε φτώχεια. Κάναμε κανονικά τις διακοπές μας, πηγαίναμε στα ιδιωτικά μας σχολεία. Είχαμε τα πάντα! Η καρδούλα του όμως ήξερε τι περνούσε για να αντεπεξέλθει σε όλα αυτά τα χρέη που είχαν συσσωρευτεί», έχει εξομολογηθεί ο γιος του, Βασίλης στις Εικόνες.

Tα παιδικά του χρόνια
Ο Θανάσης Βέγγος γεννήθηκε στις 29 Μαΐου του 1926 σε μία φτωχογειτονιά, στο Νέο Φάληρο. Ο πατέρας του λεγόταν Βασίλης και η μητέρα του Ευδοκία. Την περίοδο της Κατοχής, ο πατέρας εργαζόταν στην Εταιρεία Ηλεκτρισμού. Παρόλα αυτά, όπως επιβεβαίωσε η παιδική φίλη του Θανάση Βέγγου, Μαργαρίτα Παπαγεωργίου, στο σπίτι τους δεν είχαν ρεύμα. Κατά την αποχώρηση των Γερμανών, ο Βασίλης Βέγγος γλίτωσε το εργοστάσιο της ΔΕΗ από ένα σαμποτάζ που ετοίμαζαν οι κατακτητές. Λόγω των αριστερών του φρονημάτων, τα χρόνια που ακολούθησαν απολύθηκε, γεγονός που δημιούργησε μεγάλο οικονομικό πρόβλημα στην οικογένεια. Ξεκίνησε να κάνει άλλες δουλειές και διάφορα μικροθελήματα στη γειτονιά.

Τα χρόνια στην Μακρόνησο
Η αριστερή δράση του πατέρα του, είχε άμεση επίπτωση στη ζωή του Θανάση, ο οποίος στάλθηκε να υπηρετήσει τη θητεία του (1948-1950) ως "ανεπιθύμητος" στρατιώτης στη Μακρόνησο.

Ο σκηνογράφος Τάσος Ζωγράφος που γνώρισε τον Θανάση Βέγγο στην εξορία της Μακρονήσου είχε εξομολογηθεί στην κάμερα της εκπομπής «Μηχανή του Χρόνου»: «Ήρθε ο Θανάσης όπως όλοι. Κακήν κακώς. Δαρμένος, φοβισμένος, τρομοκρατημένος γιατί και μόνο η λέξη Μακρόνησος τότε σήμαινε, βασανιστήρια, θάνατος, άγνωστο κ.τ.λ. Γνωριστήκαμε με τον Θανάση που ήταν γλυκύτατος, αεικίνητος, νευρώδης και πεντακάθαρος!».

Η απέχθεια για τη σκόνη
Στη Μακρόνησο απέκτησε την απέχθειά του για τη σκόνη. Στα δύο χρόνια που παρέμεινε στο νησί, δούλευε στο γιαπί. Όλη τη μέρα κουβαλούσε και έσπαγε πέτρες, με αποτέλεσμα να εξαντλείται και να ζει μέσα στη σκόνη. Το καθημερινό αυτό μαρτύριο στη Μακρόνησο, του δημιούργησε μια εμμονή, τη φοβία του για τη σκόνη, την οποία και "κουβαλούσε" σε όλη τη μετέπειτα ζωή του.

«΄Ηταν αδύνατο να μιλήσεις μαζί του, εκτός από το γραφείο του, αν δεν ξεσκόνιζε πρώτα τον χώρο», είχε εκμυστηρευτεί η Άννα Φόνσου στη «Μηχανή του Χρόνου». Συνεργάτες του τον θυμούνται να ξεσκονίζει επίμονα τα ποτήρια και τα πιάτα πριν τα χρησιμοποιήσει, ακόμα και αν αυτά είχαν πλυθεί. Δεν ανεχόταν τη σκόνη στα ρούχα του, τα οποία και τίναζε καθημερινά. Πολλές φορές γυρνούσε προς τα έξω τις τσέπες του παντελονιού και τις τίναζε κι αυτές.

Η γνωριμία με τον Νίκο Κούνδουρο και οι πρώτες του δουλειές στην υποκριτική
Στη Μακρόνησο γνωρίστηκε με τον γνωστό σκηνοθέτη Νίκο Κούνδουρο. Αυτή η γνωριμία οδήγησε στην πρώτη του εμφάνιση στον κινηματογράφο, το 1954, στην ταινία «Μαγική Πόλη» του Κούνδουρου.

Για τα επόμενα πέντε χρόνια έπαιξε μικρούς ρόλους, εργαζόμενος παράλληλα και ως φροντιστής στα κινηματογραφικά πλατό. Την περίοδο αυτή εμφανίστηκε σε μερικές από τις πιο ιστορικές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, όπως «Ο δράκος», «Διακοπές στην Αίγινα» «Μανταλένα», «Ο Ηλίας του 16ου», «Ποτέ την Κυριακή». Ο πρώτος του μεγάλος ρόλος ήταν μαζί με τον Νίκο Σταυρίδη στην ταινία «Οι δοσατζήδες» του 1960.

Τον ίδιο καιρό, το 1959, πήρε άδεια ασκήσεως επαγγέλματος ηθοποιού, όχι από Σχολή αλλά ως εξαιρετικό ταλέντο με εξετάσεις σε ειδική επιτροπή. Η πρώτη του θεατρική παράσταση ήταν στην επιθεώρηση «Ομόνοια πλατς-πλουτς», δίπλα στους Νίκο Ρίζο και Γιάννη Γκιωνάκη, επίσης το 1959.

Τι δεν του άρεσε στον Τσάπλιν;
Πολλές φορές είχαν παρομοιάσει τον Θανάση Βέγγο με τον Τσάρλι Τσάπλιν. Ωστόσο σε μία συνέντευξη που είχε δώσει ο αξέχαστος κωμικός είχε πει: «Ο Τσάπλιν δεν μου άρεσε απόλυτα στις ταινίες του. Με ενοχλούσε η φιλοσοφία που περνούσε καμία φορά μέσα από τις ταινίες του. Πεινούσε, για παράδειγμα, έβλεπε ένα παιδί με μία φέτα ψωμί στο χέρι και του την άρπαζε και την έτρωγε... Για να δείξει τι κάνει ο άνθρωπος όταν πεινάει. Ποτέ όμως, ένας πεινασμένος, όσο και αν πεινάει, δεν τρώει το φαγητό ενός παιδιού. Αυτό δεν μου άρεσε στον Τσάπλιν. Αλλά ήταν ένας μάγος...»

Η συνάντηση με τον Παντελή Βούλγαρη
Έπειτα από την πτώχευση της κινηματογραφικής του εταιρίας, ο Θανάσης Βέγγος ξεκίνησε τη συνεργασία του με τον Ντίνο Κατσουρίδη. Το 1971 βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για την ταινία «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση;»

Άλλη σημαντική ταινία αυτής της περιόδου είναι «Ο Θανάσης στη χώρα της σφαλιάρας» το 1976. Το 1983 σταμάτησε για λίγα χρόνια να κάνει κινηματογράφο.

Η επιστροφή του στον κινηματογράφο έγινε με την ταινία «Ήσυχες μέρες του Αυγούστου»
του Παντελή Βούλγαρη. Κορυφαία στιγμή της συνεργασία τους ήταν η ταινία «Όλα είναι δρόμος» του 1998. Την περίοδο αυτή εμφανίστηκε επίσης στην Επίδαυρο, το 1997, στους «Αχαρνής» και το 2001 στην «Ειρήνη» του Αριστοφάνη με μεγάλη επιτυχία, Η τελευταία κινηματογραφική συμμετοχή του ήταν στην ταινία του Παντελή Βούλγαρη «Ψυχή βαθιά», το 2009.

Η γυναίκα της ζωής του η Ασημίνα
Την εποχή που γυριζόταν «Ο δράκος», έκανε παράλληλα διάφορες δουλειές. Εκείνη την περίοδο γνώρισε την γυναίκα του την Ασημίνα Βέγγου, με την οποία ήταν μαζί μέχρι το τέλος της ζωής του. Απέκτησαν μαζί δύο γιους, τον Βασίλη και τον Χάρη. «Μοίραζε γάλα στα σπίτια το πρωί. Ξύπναγε στις τέσσερις η ώρα το πρωί και γύριζε στα σπίτια. Έτσι γνώρισε τη γυναίκα του», είχε αποκαλύψει ο Νίκος Κούνδουρος.
Δημοσιεύτηκε: 3:12 μ.μ.
Περισσότερα: ,

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Στηρίξτε μας με ένα απλό like... Ευχαριστούμε!