Καθώς το ελληνικό δράμα βαίνει προς άλλη μια κρίσιμη και τραγική καμπή, ας αφιερώσουμε λίγες στιγμές για να συγχαρούμε τους εαυτούς μας.
Μπράβο μας. Μας αξίζουν συγχαρητήρια. Οι Σαμαράδες και οι Παπανδρέου και οι Καραμανλήδες τα έκαναν όπως τα έκαναν, και οι Τσίπρες βάζουν το μικροσκοπικό καταστροφικό τους κερασάκι στη σάπια μας τούρτα τώρα, αλλά η δικιά μας η συνεισφορά στην καταστροφή της χώρας δεν πρέπει να παραγνωρίζεται, ή να ξεπετιέται με απλοϊκές αφοριστικές ατάκες παλαίμαχων πολιτικών με λερωμένη τη φωλιά τους. Το κατόρθωμα του ελληνικού λαού δεν πρέπει να υποτιμάται έτσι εύκολα.
Στο βιβλίο του “Λαϊκισμός και Κρίση Στην Ελλάδα” ο καθηγητής συγκριτικής πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Τάκης Παππάς περιγράφει γλαφυρά την ιστορία της ελληνικής “λαϊκιστικής δημοκρατίας” όπως την αποκαλεί, από τη μεταπολίτευση και μετά, και ειδικά από το 1981 και την έλευση του λατρεμένου ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Είναι μια εξιστόρηση χρήσιμη, επειδή στην αφήγηση της κρίσης ο ρόλος του απλού πολίτη αυτής της χώρας, του κάθε αγνού Έλληνα φορολογούμενου ξεχωριστά, δεν αναδεικνύεται επαρκώς. Στο βιβλίο του ο Παππάς διορθώνει αυτή την ιστορική αδικεία, και εξηγεί γλαφυρά το μηχανισμό με τον οποίο οι Έλληνες πολίτες ήταν ισάξιοι συνέταιροι του φτηνού λαϊκιστικού πολιτικού προσωπικού της μεταπολίτευσης, αν όχι τα πραγματικά αφεντικά της υπόθεσης.
“Κατά τη διάρκεια της λαϊκιστικής κυριαρχίας”, γράφει ο Παππάς, “οι πολίτες στη συντριπτική τους πλειοψηφία εξέλεγαν και κατόπιν φρόντιζαν να διατηρούν στην εξουσία μια πολιτική ηγεσία που υποσχόταν να τους ανταμείψει ατομικά και εις βάρος του κράτους”. Και ακόμα: “Οι ψηφοφόροι έμαθαν να βλέπουν το κράτος ως τρόπαιο προς κατάκτηση, καθώς επίσης και να επιδιώκουν την ασφάλεια κρατικών προνομίων μέσω κομματικών κυρίως διασυνδέσεων, παρά τις περιπέτειες της αγοράς και του ανταγωνισμού. (…) Οι πολιτικοί, από την άλλη πλευρά, έμαθαν ότι δεν έχουν να κερδίσουν τίποτα από τις μεταρρυθμίσεις, αφού οι εκλογείς θα τους τιμωρούσαν γι’ αυτό στην κάλπη”.
Και τελικά: “Εντολείς και εντολοδόχοι ενεπλάκησαν σε ένα υψηλού επιπέδου παίγνιο συντονισμού με κοινό σκοπό την εκμετάλλευση του κράτους, αλλά με κάθε μία ομάδα να επιδιώκει τα δικά της αποκλειστικά συμφέροντα -οι μεν εντολείς την απομύζηση κρατικών πόρων, οι δε εντολοδόχοι τη διατήρηση της εξουσίας”.
Το ότι ο λαός ήταν πάντα ενεργητικός εταίρος στο παιχνίδι του πολιτικού λαϊκισμού, και όχι απλά ακόλουθος λαϊκιστών πολιτικάντηδων, αποδεικνύεται από τη συμπεριφορά του απέναντι στους λίγους πολιτικούς που πάλεψαν να περάσουν μεταρρυθμίσεις και να εκσυγχρονίσουν το κράτος: Μόλις έρχονταν εκλογές, τους μαύριζε. Έχουν υπάρξει σοβαροί πολιτικοί στην Ελλάδα, και έχουν προσπαθήσει να αλλάξουν πράγματα, να υλοποιήσουν μεταρρυθμίσεις, να εκσυγχρονίσουν τις δομές του κράτους, να ισχυροποιήσουν τους δημοκρατικούς θεσμούς και να φτιάξουν θύλακες αξιοκρατίας και αξιοπιστίας στο δημόσιο χώρο. Κάθε φορά οι Έλληνες ψηφοφόροι τους τιμωρούσαν και το πολιτικό σύστημα τους εξοστράκιζε. Δεν ταίριαζαν. Δεν κόλλαγαν. Ήταν εξαιρέσεις, έβγαζαν μάτι και, μοιραία, ήταν πολύ λίγοι. Για κάθε Σάκη Πεπονή, Αλέκο Παπαδόπουλο και Σταύρο Μπένο υπήρξαν χίλιοι Τζουμάκες, Κουρουμπλήδες και Παυλόπουλοι που τα έλεγαν καλύτερα, τα υπόσχονταν φανταχτερότερα και τα προσέφεραν πιο γενναιόδωρα. Ο λαός μας πάντα αυτούς επέλεγε.
Και βέβαια η ψήφος δεν ήταν το μόνο μέσο πολιτικής έκφρασής του. Αν ήταν, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει το χιλιοφορεμένο επιχείρημα ότι οι πολιτικοί φταίνε πρώτοι, ότι η κότα έκανε το αυγό και όχι το αντίστροφο. Αλλά όχι. Ο λαός μας είχε κι άλλα μέσα επιβολής της βούλησής του, κι αυτά τα χρησιμοποίησε πάρα πολύ εντατικά.
Μόλις κατάλαβε ότι το κράτος είναι διαθέσιμο προς πλιάτσικο και πως οι θεσμοί είναι κουρέλια, ο λαός μας δεν έκατσε να περιμένει τις εκλογές, ούτε περίμενε το λαϊκισμό του πολιτικού προσωπικού για να ακολουθήσει. Βγήκε στους δρόμους. Τη δεκαετία του ’80 έλαβαν χώρα στην Ελλάδα 4.471 απεργίες, δηλαδή σχεδόν δύο κάθε εργάσιμη ημέρα. Για δέκα χρόνια. 7,3 εκατομμύρια Έλληνες έλαβαν μέρος σ’ αυτές τις απεργίες, και σχεδόν από 92 εκατομμύρια εργατοώρες χάθηκαν εξαιτίας τους.
Όπως επισημαίνει ο Παππάς στο βιβλίο του, αυτές οι απεργίες δεν ήταν αμυντικές. Τη δεκαετία του ’80 ο λαός δεν υπερασπιζόταν κεκτημένα δικαιώματα. Αυτό το κύμα διαδηλώσεων και κινητοποιήσεων, που σήμερα έχει περάσει ελαφρώς στη λήθη, ήταν η εκρηκτική διαδικασία που κατοχύρωσε τα κεκτημένα δικαιώματα που απολαμβάνουν μέχρι σήμερα μικρές ή μεγάλες ομάδες του πληθυσμού, από τους εργαζόμενους στις ΔΕΚΟ και το υπόλοιπο Δημόσιο, μέχρι τους συνταξιούχους των ευγενών ταμείων και τους εργαζόμενους στα 130 κλειστά επαγγέλματα της χώρας. Τότε κατοχυρώθηκαν οι κατακτήσεις κάθε υποομάδας που ζητούσε ένα κομμάτι του κράτους για τον εαυτό της.
Την επόμενες τρεις δεκαετίες οι απεργίες ελαττώθηκαν, και πλέον ήταν αμυντικές: Η κάθε υποομάδα πλέον διαδήλωνε κατά των μεταρρυθμίσεων που την αφορούσαν, οπότε όλες μαζί διαδήλωναν εναντίον όλων των μεταρρυθμίσεων. Τη δεκαετία του ’90, ας πούμε, έγιναν πέντε φορές λιγότερες απεργίες από ό,τι στη δεκαετία του ’80. Τα κεκτημένα είχαν κατοχυρωθεί, και οι πολίτες πλέον έπαιζαν άμυνα. Η συναλλαγή λαού και κράτους είχε θεσμοθετηθεί, και η γκρίνια εμφανιζόταν μόνο όταν κάτι πήγαινε να την πειράξει. Όποτε εμφανίζονταν πολιτικές δυνάμεις που προσπαθούσαν να περάσουν μεταρρυθμίσεις (μέρος της βραχύβιας κυβέρνησης Μητσοτάκη, μέρος του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ) ο λαός τις έκοβε, τις απέρριπτε, τις αποδοκίμαζε και τις σταματούσε, είτε με διαδηλώσεις και πολιτική πίεση, είτε στις κάλπες. Αυτό ήταν το μοντέλο: Απεργίες κι εκλογές. Έτσι κάνει κουμάντο ο λαός μας εδώ και 40 χρόνια. Το ίδιο κάνει και τώρα, στο τελευταίο κύμα μεταρρυθμιστικών προσπαθειών, το καταναγκαστικό, που προέκυψε από τη χρεοκοπία της χώρας. Στις εκλογές οι Έλληνες επέλεξαν πάλι λαϊκιστές που υπόσχονται φύκια με πετραχήλια και λαγούς με μεταξωτές κορδέλες. Από το 2008 μέχρι το 2011, δε, στις τέσσερις χώρες του Ευρωπαϊκού νότου που χτυπήθηκαν από την κρίση, έγιναν συνολικά 24 γενικές απεργίες. Μία έγινε στην Ισπανία. Δύο στην Πορτογαλία. Πέντε στην πιο ανήσυχη Ιταλία. Και στην Ελλάδα;
Στην Ελλάδα έγιναν δεκαέξι.
Και τι συνέπειες έχουν σχεδόν τέσσερις δεκαετίες λαϊκιστικής δημοκρατίας στον πολιτικό πολιτισμό ενός λαού; Όχι καλές. Πολίτες γαλουχημένοι στην εγωιστική, καιροσκοπική προσέγγιση της πολιτικής δεν είναι καλά προετοιμασμένοι να αντιμετωπίσουν κρίσεις. Γράφει ο Παππάς: “Αντίθετα με ό,τι συνέβη σε άλλες κοινωνίες χτυπημένες από την κρίση, καμιά νέα σημαντική μορφή αλληλεγγύης και συμμετοχής δεν ξεπήδησε μέσα από την ελληνική κοινωνία (…). Απεναντίας, το μερίδιο των πολιτών που ανέφεραν πως βοήθησαν άλλους ή πρόσφεραν εθελοντικά το χρόνο τους μειώθηκε στα χρόνια της κρίσης κατά τέσσερις και τρεις ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα”.
Συμπερασματικά, στα χρόνια της δανεικής ευμάρειας ο καθένας προσπαθούσε να αρπάξει μόνος του ό,τι μπορούσε εις βάρος όλων των άλλων. Απ’ ό,τι φαίνεται, και την κατάρρευση θα την αντιμετωπίσουμε με τον ίδιο τρόπο. Ο καθένας μόνος του, εναντίον όλων.
Θοδωρής Γεωργακόπουλος
Μπράβο μας. Μας αξίζουν συγχαρητήρια. Οι Σαμαράδες και οι Παπανδρέου και οι Καραμανλήδες τα έκαναν όπως τα έκαναν, και οι Τσίπρες βάζουν το μικροσκοπικό καταστροφικό τους κερασάκι στη σάπια μας τούρτα τώρα, αλλά η δικιά μας η συνεισφορά στην καταστροφή της χώρας δεν πρέπει να παραγνωρίζεται, ή να ξεπετιέται με απλοϊκές αφοριστικές ατάκες παλαίμαχων πολιτικών με λερωμένη τη φωλιά τους. Το κατόρθωμα του ελληνικού λαού δεν πρέπει να υποτιμάται έτσι εύκολα.
Στο βιβλίο του “Λαϊκισμός και Κρίση Στην Ελλάδα” ο καθηγητής συγκριτικής πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Τάκης Παππάς περιγράφει γλαφυρά την ιστορία της ελληνικής “λαϊκιστικής δημοκρατίας” όπως την αποκαλεί, από τη μεταπολίτευση και μετά, και ειδικά από το 1981 και την έλευση του λατρεμένου ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Είναι μια εξιστόρηση χρήσιμη, επειδή στην αφήγηση της κρίσης ο ρόλος του απλού πολίτη αυτής της χώρας, του κάθε αγνού Έλληνα φορολογούμενου ξεχωριστά, δεν αναδεικνύεται επαρκώς. Στο βιβλίο του ο Παππάς διορθώνει αυτή την ιστορική αδικεία, και εξηγεί γλαφυρά το μηχανισμό με τον οποίο οι Έλληνες πολίτες ήταν ισάξιοι συνέταιροι του φτηνού λαϊκιστικού πολιτικού προσωπικού της μεταπολίτευσης, αν όχι τα πραγματικά αφεντικά της υπόθεσης.
“Κατά τη διάρκεια της λαϊκιστικής κυριαρχίας”, γράφει ο Παππάς, “οι πολίτες στη συντριπτική τους πλειοψηφία εξέλεγαν και κατόπιν φρόντιζαν να διατηρούν στην εξουσία μια πολιτική ηγεσία που υποσχόταν να τους ανταμείψει ατομικά και εις βάρος του κράτους”. Και ακόμα: “Οι ψηφοφόροι έμαθαν να βλέπουν το κράτος ως τρόπαιο προς κατάκτηση, καθώς επίσης και να επιδιώκουν την ασφάλεια κρατικών προνομίων μέσω κομματικών κυρίως διασυνδέσεων, παρά τις περιπέτειες της αγοράς και του ανταγωνισμού. (…) Οι πολιτικοί, από την άλλη πλευρά, έμαθαν ότι δεν έχουν να κερδίσουν τίποτα από τις μεταρρυθμίσεις, αφού οι εκλογείς θα τους τιμωρούσαν γι’ αυτό στην κάλπη”.
Και τελικά: “Εντολείς και εντολοδόχοι ενεπλάκησαν σε ένα υψηλού επιπέδου παίγνιο συντονισμού με κοινό σκοπό την εκμετάλλευση του κράτους, αλλά με κάθε μία ομάδα να επιδιώκει τα δικά της αποκλειστικά συμφέροντα -οι μεν εντολείς την απομύζηση κρατικών πόρων, οι δε εντολοδόχοι τη διατήρηση της εξουσίας”.
Το ότι ο λαός ήταν πάντα ενεργητικός εταίρος στο παιχνίδι του πολιτικού λαϊκισμού, και όχι απλά ακόλουθος λαϊκιστών πολιτικάντηδων, αποδεικνύεται από τη συμπεριφορά του απέναντι στους λίγους πολιτικούς που πάλεψαν να περάσουν μεταρρυθμίσεις και να εκσυγχρονίσουν το κράτος: Μόλις έρχονταν εκλογές, τους μαύριζε. Έχουν υπάρξει σοβαροί πολιτικοί στην Ελλάδα, και έχουν προσπαθήσει να αλλάξουν πράγματα, να υλοποιήσουν μεταρρυθμίσεις, να εκσυγχρονίσουν τις δομές του κράτους, να ισχυροποιήσουν τους δημοκρατικούς θεσμούς και να φτιάξουν θύλακες αξιοκρατίας και αξιοπιστίας στο δημόσιο χώρο. Κάθε φορά οι Έλληνες ψηφοφόροι τους τιμωρούσαν και το πολιτικό σύστημα τους εξοστράκιζε. Δεν ταίριαζαν. Δεν κόλλαγαν. Ήταν εξαιρέσεις, έβγαζαν μάτι και, μοιραία, ήταν πολύ λίγοι. Για κάθε Σάκη Πεπονή, Αλέκο Παπαδόπουλο και Σταύρο Μπένο υπήρξαν χίλιοι Τζουμάκες, Κουρουμπλήδες και Παυλόπουλοι που τα έλεγαν καλύτερα, τα υπόσχονταν φανταχτερότερα και τα προσέφεραν πιο γενναιόδωρα. Ο λαός μας πάντα αυτούς επέλεγε.
Και βέβαια η ψήφος δεν ήταν το μόνο μέσο πολιτικής έκφρασής του. Αν ήταν, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει το χιλιοφορεμένο επιχείρημα ότι οι πολιτικοί φταίνε πρώτοι, ότι η κότα έκανε το αυγό και όχι το αντίστροφο. Αλλά όχι. Ο λαός μας είχε κι άλλα μέσα επιβολής της βούλησής του, κι αυτά τα χρησιμοποίησε πάρα πολύ εντατικά.
Μόλις κατάλαβε ότι το κράτος είναι διαθέσιμο προς πλιάτσικο και πως οι θεσμοί είναι κουρέλια, ο λαός μας δεν έκατσε να περιμένει τις εκλογές, ούτε περίμενε το λαϊκισμό του πολιτικού προσωπικού για να ακολουθήσει. Βγήκε στους δρόμους. Τη δεκαετία του ’80 έλαβαν χώρα στην Ελλάδα 4.471 απεργίες, δηλαδή σχεδόν δύο κάθε εργάσιμη ημέρα. Για δέκα χρόνια. 7,3 εκατομμύρια Έλληνες έλαβαν μέρος σ’ αυτές τις απεργίες, και σχεδόν από 92 εκατομμύρια εργατοώρες χάθηκαν εξαιτίας τους.
Όπως επισημαίνει ο Παππάς στο βιβλίο του, αυτές οι απεργίες δεν ήταν αμυντικές. Τη δεκαετία του ’80 ο λαός δεν υπερασπιζόταν κεκτημένα δικαιώματα. Αυτό το κύμα διαδηλώσεων και κινητοποιήσεων, που σήμερα έχει περάσει ελαφρώς στη λήθη, ήταν η εκρηκτική διαδικασία που κατοχύρωσε τα κεκτημένα δικαιώματα που απολαμβάνουν μέχρι σήμερα μικρές ή μεγάλες ομάδες του πληθυσμού, από τους εργαζόμενους στις ΔΕΚΟ και το υπόλοιπο Δημόσιο, μέχρι τους συνταξιούχους των ευγενών ταμείων και τους εργαζόμενους στα 130 κλειστά επαγγέλματα της χώρας. Τότε κατοχυρώθηκαν οι κατακτήσεις κάθε υποομάδας που ζητούσε ένα κομμάτι του κράτους για τον εαυτό της.
Την επόμενες τρεις δεκαετίες οι απεργίες ελαττώθηκαν, και πλέον ήταν αμυντικές: Η κάθε υποομάδα πλέον διαδήλωνε κατά των μεταρρυθμίσεων που την αφορούσαν, οπότε όλες μαζί διαδήλωναν εναντίον όλων των μεταρρυθμίσεων. Τη δεκαετία του ’90, ας πούμε, έγιναν πέντε φορές λιγότερες απεργίες από ό,τι στη δεκαετία του ’80. Τα κεκτημένα είχαν κατοχυρωθεί, και οι πολίτες πλέον έπαιζαν άμυνα. Η συναλλαγή λαού και κράτους είχε θεσμοθετηθεί, και η γκρίνια εμφανιζόταν μόνο όταν κάτι πήγαινε να την πειράξει. Όποτε εμφανίζονταν πολιτικές δυνάμεις που προσπαθούσαν να περάσουν μεταρρυθμίσεις (μέρος της βραχύβιας κυβέρνησης Μητσοτάκη, μέρος του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ) ο λαός τις έκοβε, τις απέρριπτε, τις αποδοκίμαζε και τις σταματούσε, είτε με διαδηλώσεις και πολιτική πίεση, είτε στις κάλπες. Αυτό ήταν το μοντέλο: Απεργίες κι εκλογές. Έτσι κάνει κουμάντο ο λαός μας εδώ και 40 χρόνια. Το ίδιο κάνει και τώρα, στο τελευταίο κύμα μεταρρυθμιστικών προσπαθειών, το καταναγκαστικό, που προέκυψε από τη χρεοκοπία της χώρας. Στις εκλογές οι Έλληνες επέλεξαν πάλι λαϊκιστές που υπόσχονται φύκια με πετραχήλια και λαγούς με μεταξωτές κορδέλες. Από το 2008 μέχρι το 2011, δε, στις τέσσερις χώρες του Ευρωπαϊκού νότου που χτυπήθηκαν από την κρίση, έγιναν συνολικά 24 γενικές απεργίες. Μία έγινε στην Ισπανία. Δύο στην Πορτογαλία. Πέντε στην πιο ανήσυχη Ιταλία. Και στην Ελλάδα;
Στην Ελλάδα έγιναν δεκαέξι.
Και τι συνέπειες έχουν σχεδόν τέσσερις δεκαετίες λαϊκιστικής δημοκρατίας στον πολιτικό πολιτισμό ενός λαού; Όχι καλές. Πολίτες γαλουχημένοι στην εγωιστική, καιροσκοπική προσέγγιση της πολιτικής δεν είναι καλά προετοιμασμένοι να αντιμετωπίσουν κρίσεις. Γράφει ο Παππάς: “Αντίθετα με ό,τι συνέβη σε άλλες κοινωνίες χτυπημένες από την κρίση, καμιά νέα σημαντική μορφή αλληλεγγύης και συμμετοχής δεν ξεπήδησε μέσα από την ελληνική κοινωνία (…). Απεναντίας, το μερίδιο των πολιτών που ανέφεραν πως βοήθησαν άλλους ή πρόσφεραν εθελοντικά το χρόνο τους μειώθηκε στα χρόνια της κρίσης κατά τέσσερις και τρεις ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα”.
Συμπερασματικά, στα χρόνια της δανεικής ευμάρειας ο καθένας προσπαθούσε να αρπάξει μόνος του ό,τι μπορούσε εις βάρος όλων των άλλων. Απ’ ό,τι φαίνεται, και την κατάρρευση θα την αντιμετωπίσουμε με τον ίδιο τρόπο. Ο καθένας μόνος του, εναντίον όλων.
Θοδωρής Γεωργακόπουλος