Με λένε Μάνο και έχασα τη γυναίκα μου πριν 5 χρόνια από καρκίνο. Αναγκάστηκα να σταθώ όρθιος με το ζόρι σχεδόν με τη βία, για να μην καταλήξει να μεγαλώνει τη κόρη μου με την 80χρονη γιαγιά της – η μητέρα μου – και αργότερα στα ιδρύματα. Για να μην χάσω το παιδί μου όπως έχασα τον παιδικό μου έρωτα.
Τη γυναίκα μου τη γνώρισα στο Λύκειο και όλοι έλεγαν πως μόλις έφευγα φαντάρος η σχέση μας θα τελείωνε. Τελικά διαψεύσαμε και τους άλλους και τον εαυτό μας. Εκείνη πήγε Πανεπιστήμιο, εγώ πήγα φαντάρος, πήρε το πτυχίο της, γύρισα και έπιασα δουλειά και ήμασταν ακόμα μαζί. Παντρευτήκαμε από έρωτα και γίναμε γονείς από επιλογή. Η κόρη μου ήταν το καλύτερο δώρο που μου είχε κάνει ποτέ. Δυστυχώς δεν προλάβαμε να το χαρούμε…
Ξεκίνησε με έναν απλό πυρετό και ύστερα με φρικτούς πόνους στα γόνατα. Οι εξετάσεις έδειξαν ξεκάθαρα: Καρκίνος. Της έλεγα πως θα το ξεπεράσουμε αλλά δεν το πίστευα στα αλήθεια. Ήξερα πως θα φύγει και εκείνη το ήξερε. Έκανε τα πάντα για να αργήσει να μπει στο νοσοκομείο για να είναι όσο το δυνατόν περισσότερο κοντά μου και κοντά στο παιδί μας. Γιατί ήξερε πως αν έμπαινε δεν θα ξανά έβγαινε.
Πράγματι, όταν πια δεν γινόταν αλλιώς και έπρεπε να νοσηλευτεί, μπήκε στο νοσοκομείο και δεν ξαναβγήκε.
Οι φαρμακευτικές αγωγές δεν την έπιαναν, κάθε μέρα η κατάστασή της χειροτέρευε. Της πήγαινα φωτογραφίες της μικρούλας αλλά στο τελευταίο στάδιο δεν είχε όραση. «Περπατάει;» με ρωτούσε. «Ναι» της έλεγα και χαμογέλαγε. «Έφυγε» ένα μεσημέρι, εκείνα τα 5 λεπτά που κατέβηκα στο περίπτερο να πάρω νερό. Δεν ήθελε να πεθάνει στα χέρια μου για να μην με τραυματίσει μια ζωή. Ακόμα και στον θάνατο με αγαπούσε…
Γύρισα σπίτι. Τί θες να σου πω; Ότι η μικρούλα μου κατάλαβε τί είχε γίνει, με πήρε αγκαλιά και δεν με άφηνε όλη νύχτα να κουνήσω βήμα από δίπλα της; Ότι την ώρα της ταφής, χαιρετούσαμε τη μαμά της μαζί, κάνοντας «γεια» με το χεράκι της; Τις μέρες έκανα τον κλόουν και τα βράδια έκλεινα τα φώτα, άναβα το καντήλι της κι έκλαιγα. Πολλά βράδια παρακάλεσα Τον Θεό να έρθει να με πάρει μα το πρωί που το κοpιτσάκι μου ξυπνούσε και ζητούσε γάλα, το μετάνιωνα. Υπήρχαν στιγμές που την είχα μεγαλύτερη ανάγκη από ποτέ. Όταν η μικρή μου έκανε σπασμούς από το πυρετό, όταν τη βαφτίσαμε, όταν πήγε πρώτη μέρα σε παιδικό σταθμό, όταν με έπαιρναν οι δασκάλες της να πάω να τη πάρω επειδή έβγαλε μέσα στη μέση της χρονιάς άγχος αποχωρισμού, όταν με έδιωξαν και έπιασα ότι να “ναι δουλειά γιατί φοβήθηκα μη μείνει νηστική η μικρή μου. Μην τυχόν δεν έχω να της προσφέρω τα απαραίτητα. Πέρασαν έτσι 6 χρόνια.
Σήμερα είναι ολόιδια η μαμά της και στέκομαι περήφανος στο πλάι της, περήφανος που παρά τη τραγωδία που ζήσαμε για καιρό, έμεινε κάτι πολύ σπουδαίο από τον έρωτά μας, αυτόν που κανείς δεν πίστευε πως θα κρατήσει.
Η κόρη μου ξέρει πως η μαμά της πέθανε από καρκίνο. Της έχω πεί όλη την αλήθεια. Περάσαμε πολύ δύσκολα στην αρχή αλλά και πιο μετά. Όταν μένεις μόνος σου με ένα παιδί, κάθε μέρα σου φαίνεται σαν να είναι κολλημένη στην αρχή, σαν να μην υπάρχει ποτέ το παρακάτω. Σαν να σταματάει ο χρόνος.
Περάσαμε Πρωτοχρονιές με κλάματα, Χριστούγεννα με θλίψη, καλοκαίρια κλεισμένοι στο διαμέρισμά μας γιατί δεν είχα χρήματα να πάμε ούτε μέχρι το εξοχικό μας που ήταν κλειστό για χρόνια, σχεδόν από το θάνατο της γυναίκας μου.
Δεν είναι εύκολο αλλά ξεπερνιέται. Κάποια στιγμή ξεπερνιέται. Θέλει να αφήσεις τον χρόνο και το παιδί να κάνουν τη δουλειά τους. Σπουδαία δουλειά η κόρη μου, έγινε η κινητήριος δύναμή μου και ο λόγος που δεν ακολούθησα τη γυναίκα μου.
Μην το βάζετε κάτω, για όλους έχει και για όλους υπάρχει. Αρκεί να ξυπνάτε το πρωί και να λέτε «Δόξα Το Θεό που υπάρχει κάποιος στη γη να αγαπάει το παιδί μου«.
Μάνος
Τη γυναίκα μου τη γνώρισα στο Λύκειο και όλοι έλεγαν πως μόλις έφευγα φαντάρος η σχέση μας θα τελείωνε. Τελικά διαψεύσαμε και τους άλλους και τον εαυτό μας. Εκείνη πήγε Πανεπιστήμιο, εγώ πήγα φαντάρος, πήρε το πτυχίο της, γύρισα και έπιασα δουλειά και ήμασταν ακόμα μαζί. Παντρευτήκαμε από έρωτα και γίναμε γονείς από επιλογή. Η κόρη μου ήταν το καλύτερο δώρο που μου είχε κάνει ποτέ. Δυστυχώς δεν προλάβαμε να το χαρούμε…
Ξεκίνησε με έναν απλό πυρετό και ύστερα με φρικτούς πόνους στα γόνατα. Οι εξετάσεις έδειξαν ξεκάθαρα: Καρκίνος. Της έλεγα πως θα το ξεπεράσουμε αλλά δεν το πίστευα στα αλήθεια. Ήξερα πως θα φύγει και εκείνη το ήξερε. Έκανε τα πάντα για να αργήσει να μπει στο νοσοκομείο για να είναι όσο το δυνατόν περισσότερο κοντά μου και κοντά στο παιδί μας. Γιατί ήξερε πως αν έμπαινε δεν θα ξανά έβγαινε.
Πράγματι, όταν πια δεν γινόταν αλλιώς και έπρεπε να νοσηλευτεί, μπήκε στο νοσοκομείο και δεν ξαναβγήκε.
Οι φαρμακευτικές αγωγές δεν την έπιαναν, κάθε μέρα η κατάστασή της χειροτέρευε. Της πήγαινα φωτογραφίες της μικρούλας αλλά στο τελευταίο στάδιο δεν είχε όραση. «Περπατάει;» με ρωτούσε. «Ναι» της έλεγα και χαμογέλαγε. «Έφυγε» ένα μεσημέρι, εκείνα τα 5 λεπτά που κατέβηκα στο περίπτερο να πάρω νερό. Δεν ήθελε να πεθάνει στα χέρια μου για να μην με τραυματίσει μια ζωή. Ακόμα και στον θάνατο με αγαπούσε…
Γύρισα σπίτι. Τί θες να σου πω; Ότι η μικρούλα μου κατάλαβε τί είχε γίνει, με πήρε αγκαλιά και δεν με άφηνε όλη νύχτα να κουνήσω βήμα από δίπλα της; Ότι την ώρα της ταφής, χαιρετούσαμε τη μαμά της μαζί, κάνοντας «γεια» με το χεράκι της; Τις μέρες έκανα τον κλόουν και τα βράδια έκλεινα τα φώτα, άναβα το καντήλι της κι έκλαιγα. Πολλά βράδια παρακάλεσα Τον Θεό να έρθει να με πάρει μα το πρωί που το κοpιτσάκι μου ξυπνούσε και ζητούσε γάλα, το μετάνιωνα. Υπήρχαν στιγμές που την είχα μεγαλύτερη ανάγκη από ποτέ. Όταν η μικρή μου έκανε σπασμούς από το πυρετό, όταν τη βαφτίσαμε, όταν πήγε πρώτη μέρα σε παιδικό σταθμό, όταν με έπαιρναν οι δασκάλες της να πάω να τη πάρω επειδή έβγαλε μέσα στη μέση της χρονιάς άγχος αποχωρισμού, όταν με έδιωξαν και έπιασα ότι να “ναι δουλειά γιατί φοβήθηκα μη μείνει νηστική η μικρή μου. Μην τυχόν δεν έχω να της προσφέρω τα απαραίτητα. Πέρασαν έτσι 6 χρόνια.
Σήμερα είναι ολόιδια η μαμά της και στέκομαι περήφανος στο πλάι της, περήφανος που παρά τη τραγωδία που ζήσαμε για καιρό, έμεινε κάτι πολύ σπουδαίο από τον έρωτά μας, αυτόν που κανείς δεν πίστευε πως θα κρατήσει.
Η κόρη μου ξέρει πως η μαμά της πέθανε από καρκίνο. Της έχω πεί όλη την αλήθεια. Περάσαμε πολύ δύσκολα στην αρχή αλλά και πιο μετά. Όταν μένεις μόνος σου με ένα παιδί, κάθε μέρα σου φαίνεται σαν να είναι κολλημένη στην αρχή, σαν να μην υπάρχει ποτέ το παρακάτω. Σαν να σταματάει ο χρόνος.
Περάσαμε Πρωτοχρονιές με κλάματα, Χριστούγεννα με θλίψη, καλοκαίρια κλεισμένοι στο διαμέρισμά μας γιατί δεν είχα χρήματα να πάμε ούτε μέχρι το εξοχικό μας που ήταν κλειστό για χρόνια, σχεδόν από το θάνατο της γυναίκας μου.
Δεν είναι εύκολο αλλά ξεπερνιέται. Κάποια στιγμή ξεπερνιέται. Θέλει να αφήσεις τον χρόνο και το παιδί να κάνουν τη δουλειά τους. Σπουδαία δουλειά η κόρη μου, έγινε η κινητήριος δύναμή μου και ο λόγος που δεν ακολούθησα τη γυναίκα μου.
Μην το βάζετε κάτω, για όλους έχει και για όλους υπάρχει. Αρκεί να ξυπνάτε το πρωί και να λέτε «Δόξα Το Θεό που υπάρχει κάποιος στη γη να αγαπάει το παιδί μου«.
Μάνος