Ποια η τραγική ιστορία της οικογένειας Θεμιστοκλέους; Πού έγινε η κηδεία των έξι μελών;
Η Ελένη Θεμιστοκλέους 46 χρόνων και οι κόρες της Σούλλα 11 χρόνων, Μάρω 19 χρόνων, Θεμιστούλα 21 χρόνων και Αγγελική 25 χρόνων μαζί με το εξάμηνο βρέφος της Ανδρέα, πριν από την τουρκική εισβολή, ζούσαν μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας τους στο Τραχώνι Κυθρέας.
Στις 14 Αυγούστου 1974 ωστόσο, όταν άρχισε η δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής, λίγο πριν το μεσημέρι, τα τουρκικά στρατεύματα διέσπασαν τις αμυντικές γραμμές της Εθνικής Φρουράς στην περιοχή Μιας Μηλιάς και κινήθηκαν προς την περιοχή Τραχωνίου Κυθρέας.
Η Ελένη μαζί με τις κόρες της και τον εγγονό της, τους υπόλοιπους συγγενείς και άλλους κατοίκους τους Τραχωνίου, με απόγνωση και αγωνία έτρεχαν δια μέσου των αγρών, σε μία προσπάθεια να αποφύγουν τη σύλληψη των πάνοπλων Τούρκων που τους ακολουθούσαν. Από τα πυρά των τουρκικών στρατευμάτων τραυματίστηκε ένας από την ομάδα και έπεσε στο έδαφος. Αμέσως, η σύζυγος και ο γιος του καθώς και η Ελένη με τις τέσσερις κόρες της έτρεξαν προς βοήθεια του. Η Αγγελική κρατούσε στην αγκαλιά της το βρέφος της, Ανδρέα. Τότε ακούστηκαν πυροβολισμοί.
Έκτοτε η Ελένη, η Μάρω, η Θεμιστούλα, η Σούλλα, η Αγγελική και ο Ανδρέας, όπως και οι υπόλοιποι κάτοικοι Τραχωνίου, οι οποίοι παρέμειναν στο σημείο τραυματισμού του συγγενή τους, δεν έδωσαν σημεία ζωής, με τα εναπομείναντα μέλη της οικογένειας, τον Αντρέα Θεμιστοκλέους και τους γιους του Βασίλη και Πανίκκο να ζουν με την ελπίδα ότι μια μέρα ίσως ανταμώσουν ξανά τα αγαπημένα τους πρόσωπα.
Η συνέχεια και το τέλος αυτής της τραγωδίας γράφτηκαν σήμερα στον Ιερό Ναό της του Θεού Σοφίας στο Στρόβολο όπου πραγματοποιήθηκε η κηδεία των έξι μελών της οικογένειας Θεμιστοκλέους, αφού στο μεταξύ τα οστά των πεσόντων εντοπίστηκαν σε εκείνη την περιοχή του Τραχωνίου Κυθρέας.
«Είναι δύσκολο τόσο συναισθηματικά όσο και ψυχικά να μετρήσουμε τον πόνο, τη λύπη, την πίκρα και την οργή. Ακόμα πιο δύσκολο είναι να μετρήσουμε τα συναισθήματα των συγγενών που μετά από τόσα χρόνια αγωνίας και άγνοιας, καλούνται να βγάλουν όλο τον πόνο και την αγάπη τους μπροστά από μια μικρή στοιβάδα οστών, πάνω από ένα κρύο ξύλινο κιβώτιο», ανέφερε στον επικήδειο λόγο του ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος Νίκος Χριστοδουλίδης.
«Σαράντα ένα πικρά χρόνια οι συγγενείς των αγνοουμένων που κηδεύουμε σήμερα, βίωσαν ένα αδυσώπητο μαρτύριο και έζησαν την πιο οδυνηρή επίπτωση της τουρκικής εισβολής, το πιο τραγικό ανθρώπινο δράμα, το δράμα να αγνοείς την τύχη των αγαπημένων σου», σημείωσε.
Υποδεικνύοντας ότι από την πατρίδα μας, ποτέ δεν έλειψαν οι δοκιμασίες, ο πόνος και η πίκρα, ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος επεσήμανε ωστόσο πως σε αυτό τον τόπο ποτέ δεν πάψαμε να πιστεύουμε πως μπορούμε να επιτύχουμε την ιστορική μας συνέχεια και την αποκατάσταση του κοινωνικού μας ιστού, «πως μπορούμε με σύνεση, αποφασιστικότητα, επιμονή και υπομονή να δημιουργήσουμε ξανά συνθήκες επανένωσης της πατρίδας μας και ειρηνικής συμβίωσης όλων των κατοίκων της».
Σήμερα, σημείωσε, είμαστε όσο ποτέ ώριμοι και έτοιμοι να εργαστούμε για να μη χρειαστεί να υπάρξουν άλλες θυσίες αίματος σε αυτό τον τόπο. «Αγωνιζόμαστε για να κτίσουμε μια πατρίδα, όπως ήταν παλιά ολόκληρη η Κύπρος, όπου ζούσαν αρμονικά, ειρηνικά και συνδημιουργούσαν οι κάτοικοι της. Να δημιουργήσουμε συνθήκες, όπου θα προστατεύονται τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι βασικές ελευθερίες όλων των ανθρώπων της», τόνισε.
Διεμήνυσε παράλληλα ότι η Πολιτεία επιμένει στο στόχο να τεθεί επιτέλους τέρμα στο ανθρωπιστικό πρόβλημα των αγνοουμένων που εξακολουθεί όλα αυτά τα χρόνια να προκαλεί πόνο και οργή, απευθύνοντας εκ νέου την έκκληση προς την τουρκική πλευρά να συνεργαστεί αποτελεσματικά για να δοθεί επιτέλους ένα τέλος σε αυτό το δράμα. «Απευθύνουμε την έκκληση μας ιδιαίτερα προς την Τουρκία για να ανοίξει στην Διερευνητική Επιτροπή για τους Αγνοούμενους τις στρατιωτικές ζώνες και τα αρχεία της για να εξασφαλισθεί επιτέλους μια αποτελεσματική έρευνα», τόνισε.
Συγκινητική ήταν η στιγμή που επικήδειο λόγο εκφώνησαν εκ μέρους της οικογένειας η Ελένη Ανδρέου, κόρη του Παναγιώτη (Πανίκκου) Ανδρέου γιου της Ελένης και αδελφού των Μάρως, Θεμιστούλας, Σούλλας και Αγγελικής και ο μικρός Βασίλης, 11 ετών, εγγονός του Βάσου Θεμιστοκλέους, γιου της Ελένης.
«Δεν πάψαμε ποτέ να ελπίζουμε ότι ήσασταν ακόμη ζωντανοί και θέλαμε να σας γνωρίσουμε από κοντά», ανέφερε, απευθυνόμενη προς τους αδικοχαμένους συγγενείς της η Ελένη Θεμιστοκλέους και πρόσθεσε ότι ο παππούς Αντρέας, σύζυγος της Ελένης, πέθανε με τον καημό να τους ανταμώσει και πάλι.
«Περιμέναμε να σας ανταμώσουμε στα οδοφράγματα όταν έρχονταν οι εγκλωβισμένοι. Κόσμος πολύς εκεί να περιμένει τους δικούς του ανθρώπους. Σας περιμέναμε να σας σφίξουμε στην αγκαλιά μας, να αστειέψουμε τον μικρό Αντρέα και αυτός να αρχίσει να γελά. Όμως μάταια», πρόσθεσε.
Η Ελένη Θεμιστοκλέους ανέφερε ότι από τις 14 Αυγούστου 1974 πέρασαν 41 ολόκληρα χρόνια αγωνίας για να μάθει η οικογένεια τα μαύρα μαντάτα, όταν χτύπησε το τηλέφωνο του Παναγιώτη Θεμιστοκλέους και από τη ΔΕΑ ενημερώθηκε ότι βρέθηκαν τα οστά των οικείων του.
«Γιαγιά μου, θείες μου, μικρέ μου ξάδελφε, δεν θα σας ξεχάσουμε ποτέ. Θα ζείτε για πάντα στις ψυχές μας έστω και αν δεν σας έχουμε γνωρίσει ποτέ», είπε συγκινημένη η Ελένη Θεμιστοκλέους.
Ο μικρός Βασίλης, δισέγγονος της αδικοχαμένης Ελένης Θεμιστοκλέους, είπε ότι κάποτε έβλεπε τη θλίψη στα μάτια του παππού του του Βάσου και δεν μπορούσε να καταλάβει το γιατί, τώρα όμως στα 11 του χρόνια, στην ηλικία ακριβώς που χάθηκε η αδελφή του παππού του Σούλλα, μπορεί να καταλάβει τον πόνο που έχει μέσα του και κουβαλά τόσα χρόνια.
«Κατανοώ και τα βουβά δάκρυα του. Είναι εκείνες οι στιγμές που μας αγκαλιάζει σφιχτά εμένα και την αδερφή μου, τα εγγονάκια του. Το ίδιο συμβαίνει και με τον παππού Πανίκκο, ο οποίος είδε σε εφηβική ηλικία την οικογένεια του να ξεκληρίζεται» είπε ο μικρός Βασίλης.
«Κρίμα που δεν προλάβαμε να σας γνωρίσουμε, κρίμα που η οικογένεια μας δεν είναι όπως τις άλλες, και δεν θα γίνει ποτέ. Να είστε σίγουροι όμως ότι θα σας έχουμε πάντα στην καρδιά μας κι ας μην σας αγγίξαμε ποτέ. Αντίο αγαπημένοι μας», πρόσθεσε με όλους τους παρευρισκόμενους να πλημμυρίζουν από θλίψη και συγκίνηση.
Επικήδειους λόγους εκφώνησαν επίσης ο ΓΓ του ΑΚΕΛ Άντρος Κυπριανού και ο Πρόεδρος της ΕΔΕΚ Μαρίνος Σιζόπουλος καθώς επίσης και ο Κοινοτάρχης Τραχωνίου Χαράλαμπος Αθανασίου και ο Δήμαρχος Γερίου Αργύρης Αργυρού.
Στον επικήδειο του λόγο ο ΓΓ του ΑΚΕΛ ανέφερε ότι την οικογένεια τη χώρισε το φρικτό δίδυμο έγκλημα που διαπράχθηκε στον τόπο μας το 1974, το έγκλημα της τουρκικής εισβολής που ανάγκασε το λαό μας να ζει διαιρεμένος μέσα στην ίδια του την πατρίδα αλλά και αυτοί που σχεδίασαν, αυτοί που εκτέλεσαν και αυτοί που ανέχθηκαν το έγκλημα.
Και υπέδειξε πως ένας τρόπος υπάρχει για να τιμωρηθεί αυτό το έγκλημα. Να νικήσουμε, όπως είπε, το στόχο του, που δεν είναι άλλος από τη διχοτόμηση του τόπου μας.
«Σαρανταένα ολόκληρα χρόνια μετά από εκείνο το καλοκαίρι, ένας τρόπος υπάρχει για να μαλακώσει ο πόνος και να κλείσει η πληγή. Να διώξουμε μια για πάντα από τον τόπο μας τα κατοχικά στρατεύματα· να νικήσουμε το συρματόπλεγμα· να ζήσουμε μονοιασμένοι στη γη που μας γέννησε χωρίς να φοβούμαστε για το αύριο», σημείωσε.
Και ανέφερε πως για το ΑΚΕΛ η λύση του Κυπριακού είναι ο πρώτιστος και αμετάθετος στόχος και ο μόνος τρόπος ο λαός μας, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, να ζήσουν δίχως να απειλείται η επιβίωση τους, στον τόπο που γεννήθηκαν.
«Είναι ο μόνος τρόπος να δημιουργηθούν προϋποθέσεις ανάπτυξης, ευημερίας και προόδου» πρόσθεσε εξηγώντας ότι όταν αναφέρεται σε λύση, σίγουρα δεν εννοεί την όποια λύση, αλλά λύση λύση που θα τερματίζει την κατοχή και τον εποικισμό, που θα αποκαθιστά την κυριαρχία, την ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα και την ενότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας. «Λύση βασισμένη στα Ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών, τις Συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου και στο Διεθνές και Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Λύση που να αποστρατιωτικοποιεί την Κύπρο και θα αποκλείει τα όποια εγγυητικά ή δικαιώματα επέμβασης στα εσωτερικά ζητήματα της χώρας από ξένες δυνάμεις. Λύση που θα επανενώνει το έδαφος, το λαό, τους θεσμούς και την οικονομία στο πλαίσιο δικοινοτικής, διζωνικής ομοσπονδίας, με πολιτική ισότητα όπως αυτή περιγράφεται στα κείμενα των Ηνωμένων Εθνών», πρόσθεσε.
Και συμπλήρωσε πως είναι ακριβώς μια λύση με τέτοια χαρακτηριστικά θα πρέπει να τεθεί ενώπιον του κυπριακού λαού, αφού πρώτα συμφωνηθεί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Από την πλευρά του, ο Πρόεδρος της ΕΔΕΚ Μαρίνος Σιζόπουλος είπε ότι 41 χρόνια μετά τη βάναυση τουρκική εισβολή, εκπληρώνεται σήμερα ένα βαρύ χρέος με τη κηδεία έξι αθώων θυμάτων της τουρκικής θηριωδίας, πέντε γυναικών και ενός βρέφους έξι μηνών. «Σήμερα γράφεται ο επίλογος μιας από τις συγκλονιστικότερες ιστορίες της τουρκική εισβολής», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Ο κ. Σιζόπουλος είπε ότι αποτελεί στίγμα για την Ευρώπη, των δήθεν αρχών και αξιών, να περιλαμβάνει στις υπό ένταξη χώρες την Τουρκία, μια χώρα, όπως είπε, που ευθύνεται για σειρά γενοκτονιών και εγκλημάτων εις βάρος της ανθρωπότητας και η οποία ακόμη και σήμερα με τη συμπεριφορά της επιβεβαιώνει ότι εξακολουθεί να παραβιάζει παναθρώπινες αξίες, πολιτικά και ανθρώπινα δικαιώματα και να μην σέβεται την ανθρώπινη ζωή. Πρόσθεσε δε πως στίγμα αποτελεί και για την κυπριακή πολιτεία το γεγονός ότι δεν έχει καταγγείλει ακόμη μέχρι σήμερα την Τουρκία στο βαθμό που θα έπρεπε στα διεθνή δικαστήρια και στα διεθνή βήματα, για το βασανισμό και την εν ψυχρώ εκτέλεση χιλιάδων αθώων συμπατριωτών μας, για την άρνηση της να συνεργαστεί για τη γρήγορη διακρίβωση της τύχης των αγνοουμένων.
Ο Πρόεδρος της ΕΔΕΚ υπέδειξε ότι «στο όνομα των χιλιάδων επώνυμων και ανώνυμων ηρώων της κυπριακής ελευθερίας, στα αθώα θύματα της τουρκικής θηριωδίας, οφείλουμε να διεκδικήσουμε για το λαό μας μια δημοκρατική λύση που να διασφαλίζει στις μελλοντικές γενιές ασφάλεια και όπου όλοι οι νόμιμοι κάτοικοι της Κυπριακής Δημοκρατίας θα απολαμβάνουν τα ίδια δικαιώματα χωρίς διακρίσεις και εθνοτικούς ή θρησκευτικούς διαχωρισμούς».
«Αγωνιζόμαστε», πρόσθεσε, «για λύση που δεν θα επιτρέπει την επανάληψη του παρελθόντος. Που δεν θα χρειαστεί οι μελλοντικές γενιές να βιώσουν όσα η δική μας γενιά και δεν θα έχουν το θλιβερό καθήκον να κηδεύουν αθώα θύματα της τουρκικής βαρβαρότητας», πρόσθεσε.
Στεφάνια κατέθεσαν μεταξύ άλλων, εκ μέρους του Προέδρου της Δημοκρατίας ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος Νίκος Χριστοδουλίδης, εκ μέρους του Αρχιεπισκόπου Κύπρου ο Επίσκοπος Μεσαορίας Γρηγόριος, εκ μέρους του Προέδρου της Βουλής ο Βουλευτής Ζαχαρίας Κουλίας, εκ μέρους του Προέδρου του ΔΗΣΥ ο Βουλευτής Μάριος Μαυρίδης, ο ΓΓ του ΑΚΕΛ Άντρος Κυπριανού, ο Αναπληρωτής Πρόεδρος του ΔΗΚΟ Μάρκος Κυπριανού, ο Πρόεδρος της ΕΔΕΚ Μαρίνος Σιζόπουλος, ο Αναπληρωτής Πρόεδρος του ΕΥΡΩΚΟ Μιχάλης Γιωργάλλας, ο Πρόεδρος του Κινήματος Οικολόγων Περιβαλλοντιστών Γιώργος Περδίκης, ο Ευρωβουλευτής του ΔΗΚΟ Κώστας Μαυρίδης, ο Ευρωβουλευτής της ΕΔΕΚ Δημήτρης Παπαδάκης και ο Διαπραγματευτής της ε/κ πλευράς στις συνομιλίες Ανδρέας Μαυρογιάννης.
Η Ελένη Θεμιστοκλέους 46 χρόνων και οι κόρες της Σούλλα 11 χρόνων, Μάρω 19 χρόνων, Θεμιστούλα 21 χρόνων και Αγγελική 25 χρόνων μαζί με το εξάμηνο βρέφος της Ανδρέα, πριν από την τουρκική εισβολή, ζούσαν μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας τους στο Τραχώνι Κυθρέας.
Στις 14 Αυγούστου 1974 ωστόσο, όταν άρχισε η δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής, λίγο πριν το μεσημέρι, τα τουρκικά στρατεύματα διέσπασαν τις αμυντικές γραμμές της Εθνικής Φρουράς στην περιοχή Μιας Μηλιάς και κινήθηκαν προς την περιοχή Τραχωνίου Κυθρέας.
Η Ελένη μαζί με τις κόρες της και τον εγγονό της, τους υπόλοιπους συγγενείς και άλλους κατοίκους τους Τραχωνίου, με απόγνωση και αγωνία έτρεχαν δια μέσου των αγρών, σε μία προσπάθεια να αποφύγουν τη σύλληψη των πάνοπλων Τούρκων που τους ακολουθούσαν. Από τα πυρά των τουρκικών στρατευμάτων τραυματίστηκε ένας από την ομάδα και έπεσε στο έδαφος. Αμέσως, η σύζυγος και ο γιος του καθώς και η Ελένη με τις τέσσερις κόρες της έτρεξαν προς βοήθεια του. Η Αγγελική κρατούσε στην αγκαλιά της το βρέφος της, Ανδρέα. Τότε ακούστηκαν πυροβολισμοί.
Έκτοτε η Ελένη, η Μάρω, η Θεμιστούλα, η Σούλλα, η Αγγελική και ο Ανδρέας, όπως και οι υπόλοιποι κάτοικοι Τραχωνίου, οι οποίοι παρέμειναν στο σημείο τραυματισμού του συγγενή τους, δεν έδωσαν σημεία ζωής, με τα εναπομείναντα μέλη της οικογένειας, τον Αντρέα Θεμιστοκλέους και τους γιους του Βασίλη και Πανίκκο να ζουν με την ελπίδα ότι μια μέρα ίσως ανταμώσουν ξανά τα αγαπημένα τους πρόσωπα.
Η συνέχεια και το τέλος αυτής της τραγωδίας γράφτηκαν σήμερα στον Ιερό Ναό της του Θεού Σοφίας στο Στρόβολο όπου πραγματοποιήθηκε η κηδεία των έξι μελών της οικογένειας Θεμιστοκλέους, αφού στο μεταξύ τα οστά των πεσόντων εντοπίστηκαν σε εκείνη την περιοχή του Τραχωνίου Κυθρέας.
«Είναι δύσκολο τόσο συναισθηματικά όσο και ψυχικά να μετρήσουμε τον πόνο, τη λύπη, την πίκρα και την οργή. Ακόμα πιο δύσκολο είναι να μετρήσουμε τα συναισθήματα των συγγενών που μετά από τόσα χρόνια αγωνίας και άγνοιας, καλούνται να βγάλουν όλο τον πόνο και την αγάπη τους μπροστά από μια μικρή στοιβάδα οστών, πάνω από ένα κρύο ξύλινο κιβώτιο», ανέφερε στον επικήδειο λόγο του ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος Νίκος Χριστοδουλίδης.
«Σαράντα ένα πικρά χρόνια οι συγγενείς των αγνοουμένων που κηδεύουμε σήμερα, βίωσαν ένα αδυσώπητο μαρτύριο και έζησαν την πιο οδυνηρή επίπτωση της τουρκικής εισβολής, το πιο τραγικό ανθρώπινο δράμα, το δράμα να αγνοείς την τύχη των αγαπημένων σου», σημείωσε.
Υποδεικνύοντας ότι από την πατρίδα μας, ποτέ δεν έλειψαν οι δοκιμασίες, ο πόνος και η πίκρα, ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος επεσήμανε ωστόσο πως σε αυτό τον τόπο ποτέ δεν πάψαμε να πιστεύουμε πως μπορούμε να επιτύχουμε την ιστορική μας συνέχεια και την αποκατάσταση του κοινωνικού μας ιστού, «πως μπορούμε με σύνεση, αποφασιστικότητα, επιμονή και υπομονή να δημιουργήσουμε ξανά συνθήκες επανένωσης της πατρίδας μας και ειρηνικής συμβίωσης όλων των κατοίκων της».
Σήμερα, σημείωσε, είμαστε όσο ποτέ ώριμοι και έτοιμοι να εργαστούμε για να μη χρειαστεί να υπάρξουν άλλες θυσίες αίματος σε αυτό τον τόπο. «Αγωνιζόμαστε για να κτίσουμε μια πατρίδα, όπως ήταν παλιά ολόκληρη η Κύπρος, όπου ζούσαν αρμονικά, ειρηνικά και συνδημιουργούσαν οι κάτοικοι της. Να δημιουργήσουμε συνθήκες, όπου θα προστατεύονται τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι βασικές ελευθερίες όλων των ανθρώπων της», τόνισε.
Διεμήνυσε παράλληλα ότι η Πολιτεία επιμένει στο στόχο να τεθεί επιτέλους τέρμα στο ανθρωπιστικό πρόβλημα των αγνοουμένων που εξακολουθεί όλα αυτά τα χρόνια να προκαλεί πόνο και οργή, απευθύνοντας εκ νέου την έκκληση προς την τουρκική πλευρά να συνεργαστεί αποτελεσματικά για να δοθεί επιτέλους ένα τέλος σε αυτό το δράμα. «Απευθύνουμε την έκκληση μας ιδιαίτερα προς την Τουρκία για να ανοίξει στην Διερευνητική Επιτροπή για τους Αγνοούμενους τις στρατιωτικές ζώνες και τα αρχεία της για να εξασφαλισθεί επιτέλους μια αποτελεσματική έρευνα», τόνισε.
Συγκινητική ήταν η στιγμή που επικήδειο λόγο εκφώνησαν εκ μέρους της οικογένειας η Ελένη Ανδρέου, κόρη του Παναγιώτη (Πανίκκου) Ανδρέου γιου της Ελένης και αδελφού των Μάρως, Θεμιστούλας, Σούλλας και Αγγελικής και ο μικρός Βασίλης, 11 ετών, εγγονός του Βάσου Θεμιστοκλέους, γιου της Ελένης.
«Δεν πάψαμε ποτέ να ελπίζουμε ότι ήσασταν ακόμη ζωντανοί και θέλαμε να σας γνωρίσουμε από κοντά», ανέφερε, απευθυνόμενη προς τους αδικοχαμένους συγγενείς της η Ελένη Θεμιστοκλέους και πρόσθεσε ότι ο παππούς Αντρέας, σύζυγος της Ελένης, πέθανε με τον καημό να τους ανταμώσει και πάλι.
«Περιμέναμε να σας ανταμώσουμε στα οδοφράγματα όταν έρχονταν οι εγκλωβισμένοι. Κόσμος πολύς εκεί να περιμένει τους δικούς του ανθρώπους. Σας περιμέναμε να σας σφίξουμε στην αγκαλιά μας, να αστειέψουμε τον μικρό Αντρέα και αυτός να αρχίσει να γελά. Όμως μάταια», πρόσθεσε.
Η Ελένη Θεμιστοκλέους ανέφερε ότι από τις 14 Αυγούστου 1974 πέρασαν 41 ολόκληρα χρόνια αγωνίας για να μάθει η οικογένεια τα μαύρα μαντάτα, όταν χτύπησε το τηλέφωνο του Παναγιώτη Θεμιστοκλέους και από τη ΔΕΑ ενημερώθηκε ότι βρέθηκαν τα οστά των οικείων του.
«Γιαγιά μου, θείες μου, μικρέ μου ξάδελφε, δεν θα σας ξεχάσουμε ποτέ. Θα ζείτε για πάντα στις ψυχές μας έστω και αν δεν σας έχουμε γνωρίσει ποτέ», είπε συγκινημένη η Ελένη Θεμιστοκλέους.
Ο μικρός Βασίλης, δισέγγονος της αδικοχαμένης Ελένης Θεμιστοκλέους, είπε ότι κάποτε έβλεπε τη θλίψη στα μάτια του παππού του του Βάσου και δεν μπορούσε να καταλάβει το γιατί, τώρα όμως στα 11 του χρόνια, στην ηλικία ακριβώς που χάθηκε η αδελφή του παππού του Σούλλα, μπορεί να καταλάβει τον πόνο που έχει μέσα του και κουβαλά τόσα χρόνια.
«Κατανοώ και τα βουβά δάκρυα του. Είναι εκείνες οι στιγμές που μας αγκαλιάζει σφιχτά εμένα και την αδερφή μου, τα εγγονάκια του. Το ίδιο συμβαίνει και με τον παππού Πανίκκο, ο οποίος είδε σε εφηβική ηλικία την οικογένεια του να ξεκληρίζεται» είπε ο μικρός Βασίλης.
«Κρίμα που δεν προλάβαμε να σας γνωρίσουμε, κρίμα που η οικογένεια μας δεν είναι όπως τις άλλες, και δεν θα γίνει ποτέ. Να είστε σίγουροι όμως ότι θα σας έχουμε πάντα στην καρδιά μας κι ας μην σας αγγίξαμε ποτέ. Αντίο αγαπημένοι μας», πρόσθεσε με όλους τους παρευρισκόμενους να πλημμυρίζουν από θλίψη και συγκίνηση.
Επικήδειους λόγους εκφώνησαν επίσης ο ΓΓ του ΑΚΕΛ Άντρος Κυπριανού και ο Πρόεδρος της ΕΔΕΚ Μαρίνος Σιζόπουλος καθώς επίσης και ο Κοινοτάρχης Τραχωνίου Χαράλαμπος Αθανασίου και ο Δήμαρχος Γερίου Αργύρης Αργυρού.
Στον επικήδειο του λόγο ο ΓΓ του ΑΚΕΛ ανέφερε ότι την οικογένεια τη χώρισε το φρικτό δίδυμο έγκλημα που διαπράχθηκε στον τόπο μας το 1974, το έγκλημα της τουρκικής εισβολής που ανάγκασε το λαό μας να ζει διαιρεμένος μέσα στην ίδια του την πατρίδα αλλά και αυτοί που σχεδίασαν, αυτοί που εκτέλεσαν και αυτοί που ανέχθηκαν το έγκλημα.
Και υπέδειξε πως ένας τρόπος υπάρχει για να τιμωρηθεί αυτό το έγκλημα. Να νικήσουμε, όπως είπε, το στόχο του, που δεν είναι άλλος από τη διχοτόμηση του τόπου μας.
«Σαρανταένα ολόκληρα χρόνια μετά από εκείνο το καλοκαίρι, ένας τρόπος υπάρχει για να μαλακώσει ο πόνος και να κλείσει η πληγή. Να διώξουμε μια για πάντα από τον τόπο μας τα κατοχικά στρατεύματα· να νικήσουμε το συρματόπλεγμα· να ζήσουμε μονοιασμένοι στη γη που μας γέννησε χωρίς να φοβούμαστε για το αύριο», σημείωσε.
Και ανέφερε πως για το ΑΚΕΛ η λύση του Κυπριακού είναι ο πρώτιστος και αμετάθετος στόχος και ο μόνος τρόπος ο λαός μας, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, να ζήσουν δίχως να απειλείται η επιβίωση τους, στον τόπο που γεννήθηκαν.
«Είναι ο μόνος τρόπος να δημιουργηθούν προϋποθέσεις ανάπτυξης, ευημερίας και προόδου» πρόσθεσε εξηγώντας ότι όταν αναφέρεται σε λύση, σίγουρα δεν εννοεί την όποια λύση, αλλά λύση λύση που θα τερματίζει την κατοχή και τον εποικισμό, που θα αποκαθιστά την κυριαρχία, την ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα και την ενότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας. «Λύση βασισμένη στα Ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών, τις Συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου και στο Διεθνές και Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Λύση που να αποστρατιωτικοποιεί την Κύπρο και θα αποκλείει τα όποια εγγυητικά ή δικαιώματα επέμβασης στα εσωτερικά ζητήματα της χώρας από ξένες δυνάμεις. Λύση που θα επανενώνει το έδαφος, το λαό, τους θεσμούς και την οικονομία στο πλαίσιο δικοινοτικής, διζωνικής ομοσπονδίας, με πολιτική ισότητα όπως αυτή περιγράφεται στα κείμενα των Ηνωμένων Εθνών», πρόσθεσε.
Και συμπλήρωσε πως είναι ακριβώς μια λύση με τέτοια χαρακτηριστικά θα πρέπει να τεθεί ενώπιον του κυπριακού λαού, αφού πρώτα συμφωνηθεί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Από την πλευρά του, ο Πρόεδρος της ΕΔΕΚ Μαρίνος Σιζόπουλος είπε ότι 41 χρόνια μετά τη βάναυση τουρκική εισβολή, εκπληρώνεται σήμερα ένα βαρύ χρέος με τη κηδεία έξι αθώων θυμάτων της τουρκικής θηριωδίας, πέντε γυναικών και ενός βρέφους έξι μηνών. «Σήμερα γράφεται ο επίλογος μιας από τις συγκλονιστικότερες ιστορίες της τουρκική εισβολής», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Ο κ. Σιζόπουλος είπε ότι αποτελεί στίγμα για την Ευρώπη, των δήθεν αρχών και αξιών, να περιλαμβάνει στις υπό ένταξη χώρες την Τουρκία, μια χώρα, όπως είπε, που ευθύνεται για σειρά γενοκτονιών και εγκλημάτων εις βάρος της ανθρωπότητας και η οποία ακόμη και σήμερα με τη συμπεριφορά της επιβεβαιώνει ότι εξακολουθεί να παραβιάζει παναθρώπινες αξίες, πολιτικά και ανθρώπινα δικαιώματα και να μην σέβεται την ανθρώπινη ζωή. Πρόσθεσε δε πως στίγμα αποτελεί και για την κυπριακή πολιτεία το γεγονός ότι δεν έχει καταγγείλει ακόμη μέχρι σήμερα την Τουρκία στο βαθμό που θα έπρεπε στα διεθνή δικαστήρια και στα διεθνή βήματα, για το βασανισμό και την εν ψυχρώ εκτέλεση χιλιάδων αθώων συμπατριωτών μας, για την άρνηση της να συνεργαστεί για τη γρήγορη διακρίβωση της τύχης των αγνοουμένων.
Ο Πρόεδρος της ΕΔΕΚ υπέδειξε ότι «στο όνομα των χιλιάδων επώνυμων και ανώνυμων ηρώων της κυπριακής ελευθερίας, στα αθώα θύματα της τουρκικής θηριωδίας, οφείλουμε να διεκδικήσουμε για το λαό μας μια δημοκρατική λύση που να διασφαλίζει στις μελλοντικές γενιές ασφάλεια και όπου όλοι οι νόμιμοι κάτοικοι της Κυπριακής Δημοκρατίας θα απολαμβάνουν τα ίδια δικαιώματα χωρίς διακρίσεις και εθνοτικούς ή θρησκευτικούς διαχωρισμούς».
«Αγωνιζόμαστε», πρόσθεσε, «για λύση που δεν θα επιτρέπει την επανάληψη του παρελθόντος. Που δεν θα χρειαστεί οι μελλοντικές γενιές να βιώσουν όσα η δική μας γενιά και δεν θα έχουν το θλιβερό καθήκον να κηδεύουν αθώα θύματα της τουρκικής βαρβαρότητας», πρόσθεσε.
Στεφάνια κατέθεσαν μεταξύ άλλων, εκ μέρους του Προέδρου της Δημοκρατίας ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος Νίκος Χριστοδουλίδης, εκ μέρους του Αρχιεπισκόπου Κύπρου ο Επίσκοπος Μεσαορίας Γρηγόριος, εκ μέρους του Προέδρου της Βουλής ο Βουλευτής Ζαχαρίας Κουλίας, εκ μέρους του Προέδρου του ΔΗΣΥ ο Βουλευτής Μάριος Μαυρίδης, ο ΓΓ του ΑΚΕΛ Άντρος Κυπριανού, ο Αναπληρωτής Πρόεδρος του ΔΗΚΟ Μάρκος Κυπριανού, ο Πρόεδρος της ΕΔΕΚ Μαρίνος Σιζόπουλος, ο Αναπληρωτής Πρόεδρος του ΕΥΡΩΚΟ Μιχάλης Γιωργάλλας, ο Πρόεδρος του Κινήματος Οικολόγων Περιβαλλοντιστών Γιώργος Περδίκης, ο Ευρωβουλευτής του ΔΗΚΟ Κώστας Μαυρίδης, ο Ευρωβουλευτής της ΕΔΕΚ Δημήτρης Παπαδάκης και ο Διαπραγματευτής της ε/κ πλευράς στις συνομιλίες Ανδρέας Μαυρογιάννης.