Σε όλο τον κόσμο, υπάρχουν νοσοκομεία και οίκοι ευγηρίας γεμάτα με ηλικιωμένους που κυριολεκτικά τους έχουν ξεχάσει. Η σκληρή αλήθεια είναι ότι πολλές οικογένειες τους βάζουν εκεί και όντως τους ξεχνάνε. Επίσης, το προσωπικό είναι πολύ απασχολημένο και στην ουσία δεν νοιάζονται να γνωρίσουν πραγματικά τους ασθενείς τους.
Όταν ο Mak Filiser πέθανε στην γηριατρική πτέρυγα ενός γηροκομείου, οι νοσοκόμες πίστευαν πως δεν άφηνε τίποτα πίσω του που να έχει πραγματική αξία.
Ωστόσο, όταν ξεκίνησαν να καθαρίζουν το δωμάτιό του, βρήκαν κάτι απίστευτο – ένα ποίημα. Η νοσοκόμα είχε εντυπωσιαστεί τόσο πολύ από το ποίημα αυτό, που έκανα αντίτυπα και τα έστειλε σε όλο το προσωπικό.
Είχε τον τίτλο «Cranky Old Man»(Εκκεντρικός γέρος) και πήγαινε κάπως έτσι…
Τι βλέπετε νοσοκόμες; Τι βλέπετε;
Τι σκεφτόσαστε… όταν με κοιτάτε;
Έναν εκκεντρικό γέρο… όχι και πολύ σοφό,
Χωρίς συνήθειες… με απλανές βλέμμα;
Που χύνει το φαγητό του… και δεν δίνει απαντήσεις.
Όταν λέτε με δυνατή φωνή… “Μακάρι να προσπαθούσες!”
Που φαίνεται σαν να μην καταλαβαίνει… όσα κάνετε.
Και πάντα χάνει… μια κάλτσα ή ένα παπούτσι;
Κάποιον, που είτε αντιστέκεται, είτε όχι… σας αφήνει να κάνετε ότι θέλετε,
Με μπάνιο και φαγητό… να γεμίσετε τη μέρα του;
Αυτό νομίζετε; Αυτό βλέπετε;
Τότε ανοίξτε τα μάτια σας… δεν κοιτάτε εμένα.
Θα σας πω ποιος είμαι. . . . . Καθώς κάθομαι εδώ τόσο ακίνητος,
Καθώς εκτελώ τις διαταγές σας… καθώς τρώω κατά τη βούλησή σας.
Είμαι ένα μικρό παιδί από δέκα αδέρφια… με μητέρα και πατέρα,
Αδέρφια… που αγαπούν το ένα το άλλο
Ένα νεαρό αγόρι Δεκαέξι ετών… με φτερά στα πόδια του
Που ονειρεύεται ότι σύντομα… θα γνωρίσει τον έρωτα.
Ένα γαμπρό στα Είκοσι… που η καρδιά του κάνει ένα άλμα
Που θυμάται τους όρκους… που ορκίστ��κε να κρατήσει
Που θυμάται τους όρκους… που ορκίστηκε να κρατήσει
Στα Εικοσιπέντε πλέον… έχω δικά μου παιδιά.
Που χρειάζονται καθοδήγηση… Και ένα ασφαλές και χαρούμενο σπίτι.
Στα Τριάντα μου… τα μικρά μου μεγαλώνουν γρήγορα,
Δεμένοι μεταξύ μας… με δεσμούς που θα κρατήσουν.
Στα Σαράντα, οι γιοι μου… έχουν μεγαλώσει αρκετά και φεύγουν,
Αλλά η γυναίκα μου είναι εκεί δίπλα μου… για να δει πως δεν θρηνώ.
Στα Πενήντα μου, για άλλη μια φορά… Μωρά παίζουν στα γόνατά μου,
Πάλι, μάθαμε τα παιδιά… Η γυναίκα μου και εγώ.
Πάλι, μάθαμε τα παιδιά… Η γυναίκα μου και εγώ.
Έρχονται σκοτεινές μέρες όμως… Η γυναίκα μου είναι πλέον νεκρή.
Κοιτάω το μέλλον… Ανατριχιάζω από φόβο.
Όλα τα παιδιά μου… έχουν δικά τους παιδιά.
Και σκέφτομαι τα χρόνια… Και την αγάπη που έχω γνωρίσει.
Είμαι ένας γέρος… και η φύση είναι σκληρή
Είναι αστείο να κάνεις ένα γέρο… να μοιάζει με χαζό.
Το σώμα, καταρρέει… η ζωντάνια και η χάρη φεύγουν
Τώρα υπάρχει μια πέτρα… εκεί που κάποτε είχα καρδιά.
Αλλά μέσα σε αυτό το κουφάρι, κατοικεί ακόμα ένας νέος,
Αλλά μέσα σε αυτό το κουφάρι, κατοικεί ακόμα ένας νέος,
Και πού και πού… η κακοποιημένη μου καρδιά πονάει
Θυμάμαι τις χαρές… Θυμάμαι τους πόνους.
Και ζω και αγαπώ… τη ζωή από την αρχή.
Σκέφτομαι τα χρόνια, τόσο λίγα… φύγαν τόσο γρήγορα.
Και αποδέχομαι το γεγονός… ότι τίποτα δεν κρατάει για πάντα
Γι’αυτό ανοίξτε τα μάτια σας, άνθρωποι… και δείτε
Δεν είμαι ένας εκκεντρικός γέρος
Κοιτάξτε καλύτερα…δείτε… ΕΜΕΝΑ!!
Όταν ο Mak Filiser πέθανε στην γηριατρική πτέρυγα ενός γηροκομείου, οι νοσοκόμες πίστευαν πως δεν άφηνε τίποτα πίσω του που να έχει πραγματική αξία.
Ωστόσο, όταν ξεκίνησαν να καθαρίζουν το δωμάτιό του, βρήκαν κάτι απίστευτο – ένα ποίημα. Η νοσοκόμα είχε εντυπωσιαστεί τόσο πολύ από το ποίημα αυτό, που έκανα αντίτυπα και τα έστειλε σε όλο το προσωπικό.
Είχε τον τίτλο «Cranky Old Man»(Εκκεντρικός γέρος) και πήγαινε κάπως έτσι…
Τι βλέπετε νοσοκόμες; Τι βλέπετε;
Τι σκεφτόσαστε… όταν με κοιτάτε;
Έναν εκκεντρικό γέρο… όχι και πολύ σοφό,
Χωρίς συνήθειες… με απλανές βλέμμα;
Που χύνει το φαγητό του… και δεν δίνει απαντήσεις.
Όταν λέτε με δυνατή φωνή… “Μακάρι να προσπαθούσες!”
Που φαίνεται σαν να μην καταλαβαίνει… όσα κάνετε.
Και πάντα χάνει… μια κάλτσα ή ένα παπούτσι;
Κάποιον, που είτε αντιστέκεται, είτε όχι… σας αφήνει να κάνετε ότι θέλετε,
Με μπάνιο και φαγητό… να γεμίσετε τη μέρα του;
Αυτό νομίζετε; Αυτό βλέπετε;
Τότε ανοίξτε τα μάτια σας… δεν κοιτάτε εμένα.
Θα σας πω ποιος είμαι. . . . . Καθώς κάθομαι εδώ τόσο ακίνητος,
Καθώς εκτελώ τις διαταγές σας… καθώς τρώω κατά τη βούλησή σας.
Είμαι ένα μικρό παιδί από δέκα αδέρφια… με μητέρα και πατέρα,
Αδέρφια… που αγαπούν το ένα το άλλο
Ένα νεαρό αγόρι Δεκαέξι ετών… με φτερά στα πόδια του
Που ονειρεύεται ότι σύντομα… θα γνωρίσει τον έρωτα.
Ένα γαμπρό στα Είκοσι… που η καρδιά του κάνει ένα άλμα
Που θυμάται τους όρκους… που ορκίστ��κε να κρατήσει
Που θυμάται τους όρκους… που ορκίστηκε να κρατήσει
Στα Εικοσιπέντε πλέον… έχω δικά μου παιδιά.
Που χρειάζονται καθοδήγηση… Και ένα ασφαλές και χαρούμενο σπίτι.
Στα Τριάντα μου… τα μικρά μου μεγαλώνουν γρήγορα,
Δεμένοι μεταξύ μας… με δεσμούς που θα κρατήσουν.
Στα Σαράντα, οι γιοι μου… έχουν μεγαλώσει αρκετά και φεύγουν,
Αλλά η γυναίκα μου είναι εκεί δίπλα μου… για να δει πως δεν θρηνώ.
Στα Πενήντα μου, για άλλη μια φορά… Μωρά παίζουν στα γόνατά μου,
Πάλι, μάθαμε τα παιδιά… Η γυναίκα μου και εγώ.
Πάλι, μάθαμε τα παιδιά… Η γυναίκα μου και εγώ.
Έρχονται σκοτεινές μέρες όμως… Η γυναίκα μου είναι πλέον νεκρή.
Κοιτάω το μέλλον… Ανατριχιάζω από φόβο.
Όλα τα παιδιά μου… έχουν δικά τους παιδιά.
Και σκέφτομαι τα χρόνια… Και την αγάπη που έχω γνωρίσει.
Είμαι ένας γέρος… και η φύση είναι σκληρή
Είναι αστείο να κάνεις ένα γέρο… να μοιάζει με χαζό.
Το σώμα, καταρρέει… η ζωντάνια και η χάρη φεύγουν
Τώρα υπάρχει μια πέτρα… εκεί που κάποτε είχα καρδιά.
Αλλά μέσα σε αυτό το κουφάρι, κατοικεί ακόμα ένας νέος,
Αλλά μέσα σε αυτό το κουφάρι, κατοικεί ακόμα ένας νέος,
Και πού και πού… η κακοποιημένη μου καρδιά πονάει
Θυμάμαι τις χαρές… Θυμάμαι τους πόνους.
Και ζω και αγαπώ… τη ζωή από την αρχή.
Σκέφτομαι τα χρόνια, τόσο λίγα… φύγαν τόσο γρήγορα.
Και αποδέχομαι το γεγονός… ότι τίποτα δεν κρατάει για πάντα
Γι’αυτό ανοίξτε τα μάτια σας, άνθρωποι… και δείτε
Δεν είμαι ένας εκκεντρικός γέρος
Κοιτάξτε καλύτερα…δείτε… ΕΜΕΝΑ!!