Η καλοσύνη είναι σαν μπούμερανγκ – επιστρέφει πάντα πίσω. Μια ιστορία κάνει το γύρω του Facebook, όπου μια πλούσια γυναίκα βοηθάει έναν άστεγο άνδρα, υπάρχει όμως ένας πολύ συγκεκριμένος λόγος που το κάνει αυτό. Και αυτό είναι ένα μεγάλο μάθημα για όλους μας.
«Καλημέρα«, είπε η γυναίκα καθώς συνάντησε έναν άνδρα που καθόταν σε ένα παγκάκι.
Ο άνθρωπος σιγά-σιγά σήκωσε το κεφάλι του και την κοίταξε.
Ήταν μια γυναίκα σαφώς εκλεπτυσμένη. Το παλτό της ήταν καινούριο και φαινόταν σαν να μην είχε χάσει ποτέ ένα γεύμα στη ζωή της.
Η πρώτη του σκέψη ήταν ότι ήθελε να κάνει πλάκα μαζί του, όπως και τόσοι άλλοι πριν από αυτήν. «Αφήστε με ήσυχο«, γρύλισε…
Προς μεγάλη του έκπληξη όμως, η γυναίκα συνέχισε να στέκεται δίπλα του.
Ήταν χαμογελαστή με τα κατάλευκα δόντια της να έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τη δική του εμφάνιση. «Πεινάς;» τον ρώτησε.
«Όχι«, απάντησε εκείνος σαρκαστικά. «Μόλις γύρισα από δείπνο με τον πρόεδρο.»
Το χαμόγελο της γυναίκας έγινε ακόμη μεγαλύτερο και ξαφνικά ο άντρας ένιωσε ένα απαλό χέρι κάτω από το βραχίονά του.
«Τι κάνεις κυρία μου;» ρώτησε ο άνδρας θυμωμένα. «Είπα να με αφήσεις ήσυχο.»
Ακριβώς τότε εμφανίστηκε ένας αστυνομικός. «Υπάρχει κάποιο πρόβλημα, κυρία μου;» ρώτησε.
«Όχι, κανένα απολύτως«, απάντησε η γυναίκα. «Απλώς προσπαθώ να σηκώσω αυτόν τον άνθρωπο. Θα με βοηθήσετε;»
Ο αξιωματικός έξυσε το κεφάλι του. «Αυτός είναι ο γερο-Jack, μόνιμος θαμώνας της περιοχής τα τελευταία 2 χρόνια. Τι θέλετε μαζί του;»
«Βλέπετε την καφετέρια εκεί πέρα;» ρώτησε. «Θέλω να τον πάω εκεί για να φάει και να ζεσταθεί λιγάκι.»
«Είστε τρελή κυρία μου;» απόρησε ο άστεγος. «Δεν θέλω να πάω εκεί!«, αλλά πριν προλάβει να τελειώσει τη φράση του ένιωσε άλλο ένα ζευγάρι χέρια, πιο δυνατά, να τον σηκώνουν. «Αφήστε με να φύγω κύριε αστυνόμε. Δεν έκανα τίποτα!»
«Θα σου κάνει καλό Jack«, απάντησε ο αξιωματικός. «Μην το χαλάς.»
Τελικά, και με κάποια δυσκολία, η γυναίκα και ο αστυνομικός πήραν Jack στην καφετέρια και τον κάθισαν σε ένα τραπέζι σε μια απομακρυσμένη γωνιά. Ήταν σχεδόν 12 το πρωί κι έτσι οι περισσότεροι από τους πελάτες που πήγαιναν εκεί για το πρωινό τους είχαν ήδη φύγει.
Ο διευθυντής της καφετέρια στάθηκε δίπλα από το τραπέζι και είπε «Τι συμβαίνει εδώ, αστυνομικέ;«. «Τι είναι όλα αυτά; Έχει μπλέξει αυτός ο άνθρωπος;»
«Αυτή η γυναίκα τον έφερε εδώ για να φάει«, απάντησε ο αστυνομικός.
«Όχι εδώ!«, απάντησε ο διευθυντής οργισμένα. «Και μόνο που βρίσκεται εδώ μέσα είναι κακό για την εικόνα της επιχείρησής μου!»
Ο γερο-Jack χαμογέλασε. «Βλέπετε κυρία μου. Σας το είπα. Τώρα, αν μου επιτρέπετε, θα ήθλεα να φύγω. Δεν ήθελα να έρθω εδώ εξαρχής.»
Η γυναίκα γύρισε προς τον διευθυντή και χαμογέλασε…
«Κύριε, γνωρίζετε την Eddy and Associates, την τραπεζική επιχείρηση λίγο πιο κάτω;»
«Φυσικά!«, απάντησε ανυπόμονα ο διευθυντής. «Πραγματοποιούν τις εβδομαδιαίες συναντήσεις τους σε μία από τις αίθουσες δεξιώσεων του καταστήματός μου.»
«Και να φανταστώ ότι βγάζετε αρκετά χρήματα από αυτές τις συναντήσεις;»
«Γιατί ρωτάτε; Αυτό είναι δική μου υπόθεση.»
«Εγώ, κύριε, είμαι η Penelope Eddy, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας.»
«Ω…»
Η γυναίκα χαμογέλασε και πάλι. «Το φαντάστηκα ότι αυτό θα έκανε τη διαφορά.» Έριξε μια ματιά στον αστυνομικός ο οποίος ήταν απασχολημένος πνίγοντας ένα γέλιο. «Θα θέλατε να καθίσετε μαζί μας για έναν καφέ κύριε αστυνομικέ;»
«Όχι ευχαριστώ, κυρία μου«, απάντησε ο αστυνομικός. «Είμαι εν ώρα καθήκοντος.»
«Τότε, ίσως, έναν καφέ για το δρόμο;»
«Ναι, κυρία μου. Αυτό θα ήταν πολύ ωραίο.»
Ο διευθυντής αμέσως συνήλθε από το σοκ: «θα φέρω τον καφέ σας για σας αμέσως!«.
Ο αστυνομικός παρακολουθούσε τον διευθυντή. «Τον βάλατε σίγουρα στη θέση του«, είπε.
«Αυτή δεν ήταν πρόθεσή μου. Είτε το πιστεύετε είτε όχι, έχω ένα λόγο για όλα αυτά.»
Κάθισε στο τραπέζι απέναντι από τον έκπληκτο καλεσμένο της. Εκείνη τον κοίταξε επίμονα… «Τζακ, δεν γίνεται να μη με θυμάσαι…»
Ο γερο-Jack κοίταξε ερευνητικά το πρόσωπό της με τα κουρασμένα μάτια του. «Νομίζω ότι… μου φαίνεσαι οικεία.»
«Είμαι λίγο μεγαλύτερη είναι η αλήθεια«, είπε. «Έχουν περάσει πολλά χρόνια απ” όταν εργαζόσουν εδών και εγώ περνούσα κάθε μέρα αυτή την πόρτα παγωμένη και πεινασμένη.»
«Κυρία μου;» είπε ερωτηματικά ο αστυνομικός. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι μια τέτοια θαυμάσια γυναίκα θα μπορούσε ποτέ να ήταν πεινασμένη.
«Μόλις είχα τελειώσει το κολέγιο«, άρχισε η γυναίκα. «Είχα έρθει στην πόλη ψάχνοντας για δουλειά, αλλά δεν μπόρεσα να βρω τίποτα. Προς το τέλος μου είχαν μείνει μόνο μερικά δολάρια και με είχαν πετάξει έξω από το διαμέρισμά μου. Περιπλανιόμουν στους δρόμους για μέρες. Ήταν Φεβρουάριος θυμάμαι, το κρύο τσουχτερό και το στομάχι μου άδειο. Είδα αυτό το μέρος και μπήκα μέσα έχοντας την ελπίδα ότι θα μπορούσα να πάρω κάτι να φάω.»
Ο γερο-Jack φωτίστηκε με ένα χαμόγελο. «Τώρα θυμάμαι«, είπε… «Ήμουν πίσω από τον πάγκο. Ήρθατε και με ρωτήσατε αν μπορούσατε να δουλέψετε με αντάλλαγμα κάτι να φάτε, αλλά σας είπα ότι ήταν ενάντια στην πολιτική της εταιρείας.»
«Ξέρω«, συνέχισε η γυναίκα. «Τότε θα μου έφτιαξες το μεγαλύτερο σάντουιτς με ροσμπίφ που είχα δει ποτέ, μου έδωσες ένα φλιτζάνι καφέ και μου είπες να πάει πάνω σε ένα γωνιακό τραπέζι και να τα απολαύσω. Φοβόμουν ότι θα μπεις σε μπελάδες… Όταν όμως σε είδα να πληρώνεις από την τσέπη σου το γεύμα μου, ηρέμησα λίγο.»
«Ώστε ξεκινήσατε τη δική σας επιχείρηση;» ρώτησε ο γερο-Jack.
«Βρήκα δουλειά το ίδιο ακριβώς απόγευμα και κατάφερα να φτάσω αρκετά ψηλά. Τελικά άρχισα τη δική μου επιχείρηση, που, με τη βοήθεια του Θεού, τα πήγε πολύ καλά.» Άνοιξε το πορτοφόλι της και τράβηξε έξω μια επαγγελματική κάρτα. «Όταν τελειώσετε από εδώ, θέλω να κάνετε μία επίσκεψη στον κ Lyons… Είναι ο διευθυντής προσωπικού της εταιρείας μου. Θα πάω να του μιλήσω τώρα και είμαι σίγουρη ότι θα βρούμε κάτι για σας να κάνετε στο γραφείο.» Χαμογέλασε. «Νομίζω ότι μπορούμε να σας δώσουμε ακόμη και μια μικρή προκαταβολή, ώστε να μπορείτε να αγοράσετε μερικά ρούχα και να νοικιάσετε ένα σπίτι… Αν ποτέ χρειαστείτε τίποτα, η πόρτα μου είναι πάντα ανοιχτή για σας.»
Δάκρυα κύλησαν στα μάτια του γέρου. «Πως μπορώ ποτέ να σας ευχαριστήσω;»
«Δεν χρειάζεται«, απάντησε η γυν��ίκα. «Ευχαριστήστε τον Θεό. Αυτός με οδήγησε σε σας.»
Έξω από την καφετέρια, ο αστυνομικός και η γυναίκα σταμάτησαν στην είσοδο πριν χωριστούν οι δρόμοι τους.
«Σας ευχαριστώ για τη βοήθειά σας, κύριε«, είπε.
«Αντιθέτως κα Eddy«, απάντησε. «Εγώ σας ευχαριστώ. Είδα ένα θαύμα σήμερα, κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Και… Και σας ευχαριστώ για τον καφέ.»
«Καλημέρα«, είπε η γυναίκα καθώς συνάντησε έναν άνδρα που καθόταν σε ένα παγκάκι.
Ο άνθρωπος σιγά-σιγά σήκωσε το κεφάλι του και την κοίταξε.
Ήταν μια γυναίκα σαφώς εκλεπτυσμένη. Το παλτό της ήταν καινούριο και φαινόταν σαν να μην είχε χάσει ποτέ ένα γεύμα στη ζωή της.
Η πρώτη του σκέψη ήταν ότι ήθελε να κάνει πλάκα μαζί του, όπως και τόσοι άλλοι πριν από αυτήν. «Αφήστε με ήσυχο«, γρύλισε…
Προς μεγάλη του έκπληξη όμως, η γυναίκα συνέχισε να στέκεται δίπλα του.
Ήταν χαμογελαστή με τα κατάλευκα δόντια της να έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τη δική του εμφάνιση. «Πεινάς;» τον ρώτησε.
«Όχι«, απάντησε εκείνος σαρκαστικά. «Μόλις γύρισα από δείπνο με τον πρόεδρο.»
Το χαμόγελο της γυναίκας έγινε ακόμη μεγαλύτερο και ξαφνικά ο άντρας ένιωσε ένα απαλό χέρι κάτω από το βραχίονά του.
«Τι κάνεις κυρία μου;» ρώτησε ο άνδρας θυμωμένα. «Είπα να με αφήσεις ήσυχο.»
Ακριβώς τότε εμφανίστηκε ένας αστυνομικός. «Υπάρχει κάποιο πρόβλημα, κυρία μου;» ρώτησε.
«Όχι, κανένα απολύτως«, απάντησε η γυναίκα. «Απλώς προσπαθώ να σηκώσω αυτόν τον άνθρωπο. Θα με βοηθήσετε;»
Ο αξιωματικός έξυσε το κεφάλι του. «Αυτός είναι ο γερο-Jack, μόνιμος θαμώνας της περιοχής τα τελευταία 2 χρόνια. Τι θέλετε μαζί του;»
«Βλέπετε την καφετέρια εκεί πέρα;» ρώτησε. «Θέλω να τον πάω εκεί για να φάει και να ζεσταθεί λιγάκι.»
«Είστε τρελή κυρία μου;» απόρησε ο άστεγος. «Δεν θέλω να πάω εκεί!«, αλλά πριν προλάβει να τελειώσει τη φράση του ένιωσε άλλο ένα ζευγάρι χέρια, πιο δυνατά, να τον σηκώνουν. «Αφήστε με να φύγω κύριε αστυνόμε. Δεν έκανα τίποτα!»
«Θα σου κάνει καλό Jack«, απάντησε ο αξιωματικός. «Μην το χαλάς.»
Τελικά, και με κάποια δυσκολία, η γυναίκα και ο αστυνομικός πήραν Jack στην καφετέρια και τον κάθισαν σε ένα τραπέζι σε μια απομακρυσμένη γωνιά. Ήταν σχεδόν 12 το πρωί κι έτσι οι περισσότεροι από τους πελάτες που πήγαιναν εκεί για το πρωινό τους είχαν ήδη φύγει.
Ο διευθυντής της καφετέρια στάθηκε δίπλα από το τραπέζι και είπε «Τι συμβαίνει εδώ, αστυνομικέ;«. «Τι είναι όλα αυτά; Έχει μπλέξει αυτός ο άνθρωπος;»
«Αυτή η γυναίκα τον έφερε εδώ για να φάει«, απάντησε ο αστυνομικός.
«Όχι εδώ!«, απάντησε ο διευθυντής οργισμένα. «Και μόνο που βρίσκεται εδώ μέσα είναι κακό για την εικόνα της επιχείρησής μου!»
Ο γερο-Jack χαμογέλασε. «Βλέπετε κυρία μου. Σας το είπα. Τώρα, αν μου επιτρέπετε, θα ήθλεα να φύγω. Δεν ήθελα να έρθω εδώ εξαρχής.»
Η γυναίκα γύρισε προς τον διευθυντή και χαμογέλασε…
«Κύριε, γνωρίζετε την Eddy and Associates, την τραπεζική επιχείρηση λίγο πιο κάτω;»
«Φυσικά!«, απάντησε ανυπόμονα ο διευθυντής. «Πραγματοποιούν τις εβδομαδιαίες συναντήσεις τους σε μία από τις αίθουσες δεξιώσεων του καταστήματός μου.»
«Και να φανταστώ ότι βγάζετε αρκετά χρήματα από αυτές τις συναντήσεις;»
«Γιατί ρωτάτε; Αυτό είναι δική μου υπόθεση.»
«Εγώ, κύριε, είμαι η Penelope Eddy, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας.»
«Ω…»
Η γυναίκα χαμογέλασε και πάλι. «Το φαντάστηκα ότι αυτό θα έκανε τη διαφορά.» Έριξε μια ματιά στον αστυνομικός ο οποίος ήταν απασχολημένος πνίγοντας ένα γέλιο. «Θα θέλατε να καθίσετε μαζί μας για έναν καφέ κύριε αστυνομικέ;»
«Όχι ευχαριστώ, κυρία μου«, απάντησε ο αστυνομικός. «Είμαι εν ώρα καθήκοντος.»
«Τότε, ίσως, έναν καφέ για το δρόμο;»
«Ναι, κυρία μου. Αυτό θα ήταν πολύ ωραίο.»
Ο διευθυντής αμέσως συνήλθε από το σοκ: «θα φέρω τον καφέ σας για σας αμέσως!«.
Ο αστυνομικός παρακολουθούσε τον διευθυντή. «Τον βάλατε σίγουρα στη θέση του«, είπε.
«Αυτή δεν ήταν πρόθεσή μου. Είτε το πιστεύετε είτε όχι, έχω ένα λόγο για όλα αυτά.»
Κάθισε στο τραπέζι απέναντι από τον έκπληκτο καλεσμένο της. Εκείνη τον κοίταξε επίμονα… «Τζακ, δεν γίνεται να μη με θυμάσαι…»
Ο γερο-Jack κοίταξε ερευνητικά το πρόσωπό της με τα κουρασμένα μάτια του. «Νομίζω ότι… μου φαίνεσαι οικεία.»
«Είμαι λίγο μεγαλύτερη είναι η αλήθεια«, είπε. «Έχουν περάσει πολλά χρόνια απ” όταν εργαζόσουν εδών και εγώ περνούσα κάθε μέρα αυτή την πόρτα παγωμένη και πεινασμένη.»
«Κυρία μου;» είπε ερωτηματικά ο αστυνομικός. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι μια τέτοια θαυμάσια γυναίκα θα μπορούσε ποτέ να ήταν πεινασμένη.
«Μόλις είχα τελειώσει το κολέγιο«, άρχισε η γυναίκα. «Είχα έρθει στην πόλη ψάχνοντας για δουλειά, αλλά δεν μπόρεσα να βρω τίποτα. Προς το τέλος μου είχαν μείνει μόνο μερικά δολάρια και με είχαν πετάξει έξω από το διαμέρισμά μου. Περιπλανιόμουν στους δρόμους για μέρες. Ήταν Φεβρουάριος θυμάμαι, το κρύο τσουχτερό και το στομάχι μου άδειο. Είδα αυτό το μέρος και μπήκα μέσα έχοντας την ελπίδα ότι θα μπορούσα να πάρω κάτι να φάω.»
Ο γερο-Jack φωτίστηκε με ένα χαμόγελο. «Τώρα θυμάμαι«, είπε… «Ήμουν πίσω από τον πάγκο. Ήρθατε και με ρωτήσατε αν μπορούσατε να δουλέψετε με αντάλλαγμα κάτι να φάτε, αλλά σας είπα ότι ήταν ενάντια στην πολιτική της εταιρείας.»
«Ξέρω«, συνέχισε η γυναίκα. «Τότε θα μου έφτιαξες το μεγαλύτερο σάντουιτς με ροσμπίφ που είχα δει ποτέ, μου έδωσες ένα φλιτζάνι καφέ και μου είπες να πάει πάνω σε ένα γωνιακό τραπέζι και να τα απολαύσω. Φοβόμουν ότι θα μπεις σε μπελάδες… Όταν όμως σε είδα να πληρώνεις από την τσέπη σου το γεύμα μου, ηρέμησα λίγο.»
«Ώστε ξεκινήσατε τη δική σας επιχείρηση;» ρώτησε ο γερο-Jack.
«Βρήκα δουλειά το ίδιο ακριβώς απόγευμα και κατάφερα να φτάσω αρκετά ψηλά. Τελικά άρχισα τη δική μου επιχείρηση, που, με τη βοήθεια του Θεού, τα πήγε πολύ καλά.» Άνοιξε το πορτοφόλι της και τράβηξε έξω μια επαγγελματική κάρτα. «Όταν τελειώσετε από εδώ, θέλω να κάνετε μία επίσκεψη στον κ Lyons… Είναι ο διευθυντής προσωπικού της εταιρείας μου. Θα πάω να του μιλήσω τώρα και είμαι σίγουρη ότι θα βρούμε κάτι για σας να κάνετε στο γραφείο.» Χαμογέλασε. «Νομίζω ότι μπορούμε να σας δώσουμε ακόμη και μια μικρή προκαταβολή, ώστε να μπορείτε να αγοράσετε μερικά ρούχα και να νοικιάσετε ένα σπίτι… Αν ποτέ χρειαστείτε τίποτα, η πόρτα μου είναι πάντα ανοιχτή για σας.»
Δάκρυα κύλησαν στα μάτια του γέρου. «Πως μπορώ ποτέ να σας ευχαριστήσω;»
«Δεν χρειάζεται«, απάντησε η γυν��ίκα. «Ευχαριστήστε τον Θεό. Αυτός με οδήγησε σε σας.»
Έξω από την καφετέρια, ο αστυνομικός και η γυναίκα σταμάτησαν στην είσοδο πριν χωριστούν οι δρόμοι τους.
«Σας ευχαριστώ για τη βοήθειά σας, κύριε«, είπε.
«Αντιθέτως κα Eddy«, απάντησε. «Εγώ σας ευχαριστώ. Είδα ένα θαύμα σήμερα, κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Και… Και σας ευχαριστώ για τον καφέ.»