Πλέον, ένα διαζύγιο δεν είναι κάτι ασυνήθιστο, αλλά το διαζύγιο αυτού του άντρα μόνο συνηθισμένο δεν ήταν. Αυτό που ξεκίνησε σαν ένα παράξενο αίτημα, κατέληξε σαν μια τεράστια έκπληξη.
Γύρισα σπίτι και η γυναίκα μου είχε φτιάξει φαγητό. Κράτησα το χέρι της και είπα “Θέλω διαζύγιο.” Δεν φάνηκε ενοχλημένη από τα λόγια μου. Αντιθέτως, με ρώτησε ήρεμα το γιατί. Απέφυγα να απαντήσω και αυτό την εξόργισε. Έριξε κάτω το πιρούνι και φώναξε, “Δεν είσαι άντρας!” Δεν μιλήσαμε άλλο εκείνη τη νύχτα.
Κοιμόταν. Ήξερα ότι ήθελε να μάθει τι δεν πήγε καλά, αλλά δεν μπορούσα να της δώσω μία απάντηση, είχα ερωτευτεί τη Jane. Δεν την ήθελα πια, απλά τη λυπόμουν.
Νιώθοντας αρκετή ντροπή, έφτιαξα το διαζύγιο στο οποίο της άφηνα το σπίτι, το αυτοκίνητο και 30% από την εταιρία μου. Με το που το κοίταξε, το έκοψε σε κομμάτια. Η γυναίκα που είχε ξοδέψει 10 χρόνια από τη ζωή της για να είναι μαζί μου, ήταν πλέον μία άγνωστη.
Ένιωθα άσχημα για τον χρόνο που είχε χάσει, αλλά δεν μπορούσα να πάρω πίσω την απόφασή μου. Τελικά ξέσπασε σε κλάματα, κάτι που περίμενα να είχε γίνει πιο νωρίς.
Την επόμενη μέρα γύρισα από τη δουλειά πολύ αργά και την βρήκα να γράφει κάτι στο τραπέζι. Δεν ήθελα να φάω, πήγα κατευθείαν για ύπνο.
Το πρωί μου παρουσίασε τους όρους της για να μου δώσει διαζύγιο: δεν ήθελε κάτι από μένα, αλλά ζήτησε τον επόμενο μήνα να προσπαθήσουμε να ζήσουμε λες και δεν είχε συμβεί τίποτα. Ο λόγος ήταν απλός: ο γιος μας είχε εξετάσεις σε ένα μήνα και δεν ήθελε κάτι τέτοιο να του αποσπάσει την προσοχή από αυτή τη σημαντική στιγμή της ζωής του.
Μου ζήτησε να θυμηθώ πως την κουβάλησα τη νύχτα του γάμου μας και μου ζήτησε να την πηγαίνω από το δωμάτιο μέχρι την εξώπορτα κάθε πρωί μέχρι να τελειώσει αυτός ο μήνας. Νόμιζα ότι είχε τρελαθεί, αλλά το δέχτηκα.
Την πρώτη μέρα ήμασταν λίγο αδέξιοι. Ο γιος μας άρχισε να φωνάζει χαμογελώντας όταν με είδε να κουβαλάω τη μάνα του. Τη δεύτερη μέρα τα πήγαμε καλύτερα. Άρχισα να συνειδητοποιώ πως είχα πολύ καιρό να την παρατηρήσω. Δεν ήταν νέα πια. Είχε ρυτίδες στο πρόσωπό της και τα μαλλιά της είχαν αρχίσει να γκριζάρουν.
Ο γάμος μας την είχε αλλάξει. Για λίγο αναρωτήθηκα τι της είχα κάνει…
Την τέταρτη μέρα που τη σήκωσα, ένιωσα μεγάλη οικειότητα απέναντί της. Ήταν η γυναίκα που είχε δώσει 10 χρόνια από τη ζωή της για μένα. Με τις μέρες γινόταν πιο έντονο. Μέχρι το τέλος του μήνα, ήταν πολύ εύκολο να την μεταφέρω και άρχισε να παρατηρώ ότι είχε αδυνατίσει πολύ.
Μία μέρα ένιωσα τον πόνο και την πικρία που είχε στην καρδιά της και χωρίς να το σκεφτώ πολύ την ακούμπησα στο κεφάλι. Όταν μας είδε ο γιος μας είπε, “ Μπαμπά ήρθε η ώρα να κουβαλήσεις τη μαμά έξω!”
Πλέον είχε συνηθίσει να με βλέπει να την κουβαλάω. Την τελευταία μέρα που την κράτησα δεν άντεξα. Ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Πήγα στο σπίτι της Jane, ανέβηκα τις σκάλες και της είπα,
“Συγγνώμη Jane, δεν θέλω πια να χωρίσω τη γυναίκα μου.”
Ήταν πλέον όλα πολύ ξεκάθαρα. Τη μέρα του γάμου μας, είχα κουβαλήσει τη γυναίκα μου σπίτι και της είχα υποσχεθεί ότι θα την κρατάω μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος. Αμέσως πήγα και αγόρασα ένα μπουκέτο λουλούδια και όταν η υπάλληλος με ρώτησε τι να γράψει, της χαμογέλασα και της είπα:
“Θα σε κουβαλάω κάθε πρωί στην πλάτη μου μέχρι έξω, ώσπου να μας χωρίσει ο θάνατος.”
Πήγα σπίτι με λουλούδια στα χέρια μου και ένα μεγάλο χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό μου. Αλλά η γυναίκα μου είχε πεθάνει στον ύπνο της όσο έλειπα. Από ότι φαίνεται είχε καρκίνο και δεν μου είχε πει τίποτα. Εγώ όμως ήμουν πολύ απασχολημένος με την Jane.
Ήξερε ότι θα πέθαινε σύντομα, αλλά δεν ήθελε την αρνητική αντίδραση του γιου μας αν μάθαινε πως χώριζα με τη μητέρα του. Στα μάτια του γιου μας τουλάχιστον, θα ήμουν ο σύζυγος που αγαπούσε τη γυναίκα του.
Τότε ήταν η μέρα που την κουβάλησα για τελευταία φορά…
Μερικές φορές καταλαβαίνουμε τι έχουμε μόνο όταν είναι ήδη πολύ αργά. Ίσως αυτή η ιστορία καταφέρει να σας ξυπνήσει αναμνήσεις από τότε που ήσασταν ερωτευμένοι, πριν αρχίσει να χαλάει το πράγμα. Είναι ένα σημαντικό μήνυμα που δεν πρέπει να ξεχνάμε.
Γύρισα σπίτι και η γυναίκα μου είχε φτιάξει φαγητό. Κράτησα το χέρι της και είπα “Θέλω διαζύγιο.” Δεν φάνηκε ενοχλημένη από τα λόγια μου. Αντιθέτως, με ρώτησε ήρεμα το γιατί. Απέφυγα να απαντήσω και αυτό την εξόργισε. Έριξε κάτω το πιρούνι και φώναξε, “Δεν είσαι άντρας!” Δεν μιλήσαμε άλλο εκείνη τη νύχτα.
Κοιμόταν. Ήξερα ότι ήθελε να μάθει τι δεν πήγε καλά, αλλά δεν μπορούσα να της δώσω μία απάντηση, είχα ερωτευτεί τη Jane. Δεν την ήθελα πια, απλά τη λυπόμουν.
Νιώθοντας αρκετή ντροπή, έφτιαξα το διαζύγιο στο οποίο της άφηνα το σπίτι, το αυτοκίνητο και 30% από την εταιρία μου. Με το που το κοίταξε, το έκοψε σε κομμάτια. Η γυναίκα που είχε ξοδέψει 10 χρόνια από τη ζωή της για να είναι μαζί μου, ήταν πλέον μία άγνωστη.
Ένιωθα άσχημα για τον χρόνο που είχε χάσει, αλλά δεν μπορούσα να πάρω πίσω την απόφασή μου. Τελικά ξέσπασε σε κλάματα, κάτι που περίμενα να είχε γίνει πιο νωρίς.
Την επόμενη μέρα γύρισα από τη δουλειά πολύ αργά και την βρήκα να γράφει κάτι στο τραπέζι. Δεν ήθελα να φάω, πήγα κατευθείαν για ύπνο.
Το πρωί μου παρουσίασε τους όρους της για να μου δώσει διαζύγιο: δεν ήθελε κάτι από μένα, αλλά ζήτησε τον επόμενο μήνα να προσπαθήσουμε να ζήσουμε λες και δεν είχε συμβεί τίποτα. Ο λόγος ήταν απλός: ο γιος μας είχε εξετάσεις σε ένα μήνα και δεν ήθελε κάτι τέτοιο να του αποσπάσει την προσοχή από αυτή τη σημαντική στιγμή της ζωής του.
Μου ζήτησε να θυμηθώ πως την κουβάλησα τη νύχτα του γάμου μας και μου ζήτησε να την πηγαίνω από το δωμάτιο μέχρι την εξώπορτα κάθε πρωί μέχρι να τελειώσει αυτός ο μήνας. Νόμιζα ότι είχε τρελαθεί, αλλά το δέχτηκα.
Την πρώτη μέρα ήμασταν λίγο αδέξιοι. Ο γιος μας άρχισε να φωνάζει χαμογελώντας όταν με είδε να κουβαλάω τη μάνα του. Τη δεύτερη μέρα τα πήγαμε καλύτερα. Άρχισα να συνειδητοποιώ πως είχα πολύ καιρό να την παρατηρήσω. Δεν ήταν νέα πια. Είχε ρυτίδες στο πρόσωπό της και τα μαλλιά της είχαν αρχίσει να γκριζάρουν.
Ο γάμος μας την είχε αλλάξει. Για λίγο αναρωτήθηκα τι της είχα κάνει…
Την τέταρτη μέρα που τη σήκωσα, ένιωσα μεγάλη οικειότητα απέναντί της. Ήταν η γυναίκα που είχε δώσει 10 χρόνια από τη ζωή της για μένα. Με τις μέρες γινόταν πιο έντονο. Μέχρι το τέλος του μήνα, ήταν πολύ εύκολο να την μεταφέρω και άρχισε να παρατηρώ ότι είχε αδυνατίσει πολύ.
Μία μέρα ένιωσα τον πόνο και την πικρία που είχε στην καρδιά της και χωρίς να το σκεφτώ πολύ την ακούμπησα στο κεφάλι. Όταν μας είδε ο γιος μας είπε, “ Μπαμπά ήρθε η ώρα να κουβαλήσεις τη μαμά έξω!”
Πλέον είχε συνηθίσει να με βλέπει να την κουβαλάω. Την τελευταία μέρα που την κράτησα δεν άντεξα. Ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Πήγα στο σπίτι της Jane, ανέβηκα τις σκάλες και της είπα,
“Συγγνώμη Jane, δεν θέλω πια να χωρίσω τη γυναίκα μου.”
Ήταν πλέον όλα πολύ ξεκάθαρα. Τη μέρα του γάμου μας, είχα κουβαλήσει τη γυναίκα μου σπίτι και της είχα υποσχεθεί ότι θα την κρατάω μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος. Αμέσως πήγα και αγόρασα ένα μπουκέτο λουλούδια και όταν η υπάλληλος με ρώτησε τι να γράψει, της χαμογέλασα και της είπα:
“Θα σε κουβαλάω κάθε πρωί στην πλάτη μου μέχρι έξω, ώσπου να μας χωρίσει ο θάνατος.”
Πήγα σπίτι με λουλούδια στα χέρια μου και ένα μεγάλο χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό μου. Αλλά η γυναίκα μου είχε πεθάνει στον ύπνο της όσο έλειπα. Από ότι φαίνεται είχε καρκίνο και δεν μου είχε πει τίποτα. Εγώ όμως ήμουν πολύ απασχολημένος με την Jane.
Ήξερε ότι θα πέθαινε σύντομα, αλλά δεν ήθελε την αρνητική αντίδραση του γιου μας αν μάθαινε πως χώριζα με τη μητέρα του. Στα μάτια του γιου μας τουλάχιστον, θα ήμουν ο σύζυγος που αγαπούσε τη γυναίκα του.
Τότε ήταν η μέρα που την κουβάλησα για τελευταία φορά…
Μερικές φορές καταλαβαίνουμε τι έχουμε μόνο όταν είναι ήδη πολύ αργά. Ίσως αυτή η ιστορία καταφέρει να σας ξυπνήσει αναμνήσεις από τότε που ήσασταν ερωτευμένοι, πριν αρχίσει να χαλάει το πράγμα. Είναι ένα σημαντικό μήνυμα που δεν πρέπει να ξεχνάμε.